Οι μέλισσες του ‘Εβρου

Διήγημα

Της Μαρίνας Καρτελιά

Δίψασε πολύ ο πατέρας, έφερε νερό απ΄τ΄αμάξι και του το πήγε στην πεζούλα που τον άφησε να κάθεται. Βιάστηκε να γυρίσει μην τυχόν και του πέσει, για τέτοια είμαστε τώρα; Μα ο πατέρας ακίνητος πήρε απ΄τα χέρια του το προσκοπικό παγούρι που του χάρισε ο ομαδάρχης 45 καλοκαίρια και βάλε πριν και ήπιε χωρίς να παίρνει τα μάτια του απ΄τον άνθρωπο. 

Τον έφαγε ξυπνώντας σήμερα το πρωί, πάμε και πάμε, είχε αναλαμπή, εδώ και πολύ καιρό. Σαν η πυρκαγιά να έκαψε το πέπλο της άνοιας. Αξημέρωτα φώναζε να σηκωθεί και να τον πάει σπίτι, “Πάμε στο χωριό έλεγε, τα μελίσσια, να δω τι γίνανε τα μελίσσια”. Τραβούσε απ΄το μανίκι ο πατέρας τον άνθρωπο που δε γνώριζε πια, δεν ήξερε τ΄όνομά του να πει, μα τον εμπιστευόταν. 

Τα μελίσσια ήταν εικοσιτέσσερα, στοιβαγμένα εν σειρά στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. ΄Ετσι κι έτσι κανείς δεν έμενε τώρα εκεί, άδειο το σπίτι, θεριεμένος ο παλιός κήπος, με όλα τα απαραίτητα για τις μέλισσες φυτά. Οι γέροι παρμένοι εδώ και ενάμιση χρόνο στην Αλεξανδρούπολη, στο χωριό τίποτε, εκεί όλα τα νοσοκομεία, οι γιατροί, άλλο που εκκενώθηκε με τη φωτιά και τη βγάλανε οι αρρώστοι στο πλοίο. 

Τον έφερε λοιπόν, αφού του ΄ψησε καφέ να πιεί, βούτησε και το κρίθινο παξιμάδι που τ΄άρεζε τόσο, τον έντυσε και ξεκίνησαν. Μόλις έφτασαν, σε αναλαμπή μετά από χρόνια, γνώρισε αμέσως το σπίτι, και το γιο του “Νίκο, καλά και ήρθαμε, κάτι δεν πάει καλά”, είπε ο μπαμπάς και βιάστηκε να πιάσει το πόμολο να βγει, μετά θυμήθηκε πως δεν μπορούσε να βάλει δύναμη πια, έγειρε το πρόσωπο, ίσα στα μάτια κατευθείαν τον κοίταξε βουβός. 

Το σπίτι και το χωράφι-κήπος μπροστά, σε ύψωμα να μην το φτάνουν τα νερά του Ποταμού. Απέναντι ακριβώς η Τουρκία, και τα χούματα, τα παλιά, κείνα π΄αφήσαν. Πρώτα η γριά είχε ηλιοτρόπια στην αυλή – “αλήθεια τόξερες πατέρα, είπε μια μέρα, τα ηλιοτρόπια είναι μύθος πως γυρίζουν προς τον ήλιο, αντίθετα στροφάρουν τα κεφάλια τους, αυτή είναι η αλήθεια” – είπε τον πατέρα του όταν περνούσαν απ΄τα απέραντα χωράφια τα εβρίτικα μια μέρα, τα σπαρμένα ήλιους που κιτρίνιζαν τον τόπο. Σήμερα είχαν γίνει στάχτη, μαύροι μίσχοι έστεκαν καχεκτικοί, πάτησε γκάζι κι απόστρεψε το βλέμμα. 

Τώρα κι ο ήλιος, κρυμμένος απ΄τον καπνό ήταν, πορτοκαλής με μαύρο δίσκο, ο Νίκος ανέβασε τ΄αυτοκίνητο απ΄το σκάμμα πάνω, ως την είσοδο, είχε το αγροτικό γερά αμορτισέρ, κάθισε τον πατέρα στην πεζούλα. Ο πατέρας ήπιε νερό κι άρχισε να κλαίει. 

Ο θείος Ανέστης είχε κάνει τη συνεννόηση με τον χωριανό. Του νοίκιασε το χωράφι να βάλει τα μελίσσια, έτσι κι έτσι δεν το κάναν τίποτε, άχρηστο πήγαινε. Βόλευε όμως τα μελίσσια, γύρω είχαν φυτρώσει άγρια δεντρολίβανα, λεβάντες και θυμάρια, σπουδαία τροφή για νέκταρ. Και για καιρό ευλογούσε τον πατέρα για τη συνθήκη αυτή, του δινε όλου του κόσμου τις ευχές, έστελνε πάντα ο μελισσοκόμος για ευχαριστίες μια νταμιτζάνα τσίπουρο της χρονιάς και μέλι απ΄τα μελίσσια και δεν παρέλειπε να διαβεβαιώσει πως άναβε τα καντήλια των παππούδων του Νίκου, αν και δεν του τόχε ζητήσει κανείς. 

Τώρα εκεί μπροστά καθόταν ο πατέρας. Τα μελίσσια τα πιο πολλά καμένα, κατεστραμμένα, σκέτο κάρβουνο μαζί με την ξύλινη περίμετρό τους,  σε μερικά μόνο είχαν σωθεί τα καπάκια, άσπρα βαμμένα και με νούμερα πάνω, έχασκαν άβολα πάνω στο καμένο κι αυτό χόρτο, εικαστική δυστοπία, η φωτιά πέρασε απ΄το χωράφι, το σπίτι, από θαύμα λες, δεν τ΄άγγιξε – πέρασε πέρα, αλλά τα ελληνοτουρκικά σύνορα, τόσο κοντά, μια δρασκελιά, δεν τα διέσχισε, σα να σκιάχτηκε κι αυτή τους συνοροφυλάκους, μάτια κρυμμένα στα χόρτα που θρέφαν το μελίσσι. 

Μερικές, λίγες μέλισσες είχαν διασωθεί, πεντάρφανες πέταγαν τώρα μην ξέροντας κατά πού να πάνε, να βρουν το μελίσσι ψάχναν, όμως μελίσσι δεν υπήρχε πια. Ο χωριανός, παλλίκαρος γύρω στα σαράντα, μα τώρα σα μικρό αγόρι και ζαρωμένος, ήταν εκεί ορθός και τριγύριζε όλο, άγγιζε τρυφερά τα καπάκια που είχαν απομείνει και μοιρολογούσε: 

“Πάνε τα γλυκά μου τα κορίτσια πάνε, τίποτε δεν έμεινε, βασανίστηκαν,  καήκαν όλα, ρημαδιό, πού να πάνε τώρα, τι να κάνουν, στάχτη όλα, κοίτα τες, χαμένα τάχουν, πάνε….” 

Ο πατέρας κρατούσε τα χέρια πεσμένα, το παγούρι το πέτσινο ακόμα στο δεξί, κρεμόταν κι έχασκε χωρίς καπάκι, τα χείλη του μόλις βρεμμένα απ΄το νερό, οι σακούλες των ματιών του υγρές. Βουβά έκλαιγε τις μέλισσες. ΄Υστερα το βλέμμα του καρφώθηκε πέρα, στο σύνορο με την Τουρκία. Κοιτούσε, μα δεν έβλεπε. 

Ο χωριανός ξανά ολοφυρόταν και θρηνούσε το μελίσσι, τα χέρια του μαύρα απ΄την τύρφη όπου άγγιζε, έπιαναν τα βρεμένα μάγουλα, τα μαύριζαν κι αυτά: 

“Πάνε τα πουλάκια μου, κοίτα τα, αυτά μοναχά σωθήκαν, μα σπίτι δεν έχουν πού να πάνε, τα πουλάκια μου…” τραβούσε θρηνητικά τη φωνή. 

Και ακολουθούσε με το βλέμμα τις δυο-τρεις μέλισσες, που αποσυνάγωγες έκοβαν βόλτες αργά πάνω απ΄τα κεφάλια τους. Μες στη σταχτιά νεκρική ησυχία. 

Σελιδοδείκτης| Πες του, θα το ξαναδιαβάσω | Πες της , Χρήστος Οικονόμου

Της Μαρίνας Καρτελιά.

Χρήστος Οικονόμου

Πες της

Τελείωσα το Πες της του Χρήστου Οικονόμου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, μέσα σε αναλογικά δυο μέρες. Το άρχισα τη μια και μέχρι το βράδυ είχα φτάσει στα μισά.

Δεν είναι τόσο ότι είναι μικρό. Ούτε ο ρέων χαρακτήρας της πλοκής του βιβλίου. Είναι το λέγειν της ηρωίδας που εργάζεται ως κούριερ {ουφ, είδατε; Απέφυγα το σκόπελο να βάλω γένος στη λέξη, κάτι που απασχολεί τις πρώτες σελίδες, αλλά εγώ σπόιλερ δεν κάμω, θα καταλάβετε τι εννοώ όταν το διαβάσετε}. Είναι ότι αυτή η γυναίκα, που τώρα καταλαβαίνω ότι δεν ξέρουμε το όνομά της και δεν μας απασχολεί, μοιράζεται μαζί μας μέρες από την επαγγελματική της ζωή, αφού μέσα απ΄΄΄’αυτή, ρεπορταζιακά καταγράφει και παρατηρεί τις ζωές των ανθρώπων.

Το μοντάζ και ντεκουπάζ των σκηνών και επεισοδίων, των ανθρώπων και των μικρών ιστοριών τους που διαρκούν όσο και μια παράδοση ή παραλαβή δ΄έματος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, σφιχτό και αποδίδον το σασπενς που μας χρειάζεται. Δεν υπάρχουν κεφάλαια, ούτε ενότητες, η ιστορία είναι γραμμένη ως ρέουσα απ’την αρχή ως το τέλος, αλλά ούτε κι αυτό μας χρειάζεται, αφού η αφηγήτρια ξέρει να κόβει μόνη της τις ιστορίες χωρίς να μπερδευτούμε, τόσο όμορφα και τόσο φυσικά, ώστε προς το τέλος όταν θα ενωθούν τα περιστατικά στη γραφή της, να μπορούμε να συνάγουμε το απαύγασμα, το απόσταγμα και το γιατί.

Οι παράξενοι ήρωες παραλήπτες ή αποστολείς, είναι άνθρωποι που όλοι μας μπορεί να συναντήσουμε αλλά η αφηγήτρια, με την πένα του συγγραφέα καταφέρνει να ρίξει πάνω τους τον προβολέα, να φέρει φως απ’το σκοτάδι μέσα, όπως συχνά λέει.

Δυο φράσεις λάιτ-μοτίβ, επαναλαμβανόμενες δηλαδή ανά τακτά διαστήματα, δίνουν απ’τη μια το στίγμα της κεντρικής ηρωίδας, αυτό του παρατηρητή, κι απ’την άλλη μας ενώνουν αφηγηματικά με την τελευταία ιστορία που είναι και η αρχική του βιβλίου.

Η σοφία που ξεπετάγεται από το αύτανδρο χιούμορ, φ΄έρνει δάκρυ άλλοτε, και την ίδια στιγμή, κελαριστό, πηγαίο, αληθινό γέλιο όπως πριν από πάρα πολύ καιρό, κι αυτό είναι προσόν. Με την κυρία Χρυσοστόμου, μου ήρθε γέλιο έως δακρύων και αντηλαλούσε σ΄’όλα τα βότσαλα της παραλίας. ΄ ‘Αλλοτε πάλι είναι πικρό, καυστικό χιούμορ που σε σημαδεύει καλύτερα από την πιο σοβαρή ή σοβαροφανή ανάλυση.

Με αρχικό στίγμα τη διεύθυνση, την οδό του συμβάντος, ο συγγραφέας αποδεικνύει πόσο όσο ενδεικτική είναι, άλλο τόσο είναι και τυχαία, αφού τα όσα συμβαίνουν θα μπορούσαν να συμβούν οπουδήποτε. Και οποτεδήποτε.

Το θέμα του χώρου απασχολεί τον συγγραφέα όσο και το θέμα του χρόνου. Επομένως το θέμα του θανάτου αντάμα με το θέμα της αγάπης, κυρίαρχα πάντα θέματα της λογοτεχνίας, αποτελούν κι εδώ κι απλώνονται από την αφηγήτρια ως κεφαλαιώδη και ως ρυθμίζοντα τις εξελίξεις και το δρόμο της ζωής.

Ο πόνος, επίσης είναι ένα ζήτημα που απασχολεί. Η απώλεια και πώς τη διαχειρίζονται οι άνθρωποι. Η κοινωνική αντισυμβατικότητα και η συμβατικότητα, η μοναξιά και οι μικρές τραγωδίες που θραύσματα τους ανακαλύπτονται πίσω από κλειστές ή μισάνοιχτες πόρτες.

Συμπερασματικά, ο κόσμος μας περιγράφεται, με απλές λέξεις, με τρανταχτές εικόνες όσο κι απλές, με κινηματογραφικές λεπτομέρειες ενός διευθυντή φωτογραφίας, που δε θέλει να κάνει το Ραν, ή μια επική ταινία, δεν θέλει να φτιάξει ένα ρομαντικό αριστούργημα με τα ειδυλλιακά τοπία. Είναι περισσότερο μια αλμοδοβαρική ματιά, αυτή των κουρελιών που τραγουδάνε ακόμα, έχει πινελιές από τους Αισθηματίες, και την ίδια στιγμή από τους Ατσίδες με τα Μπλε, αλλά και από τις ταινίες του Ντε Σίκα, του Αντονιόνι, στιγμές του Αγγελόπουλου, για να καταλήξει στο Ρόμα ως ατμόσφαιρα, του Κουαρόν.

Η σκηνή από το χωριό ως το σπίτι και η ξιφομαχία στο χιόνι είναι υψηλή κινηματογραφία..

Οι ιστορίες του Χρήστου Οικονόμου έχουν αξία, χρώμα και μουσική. ‘Εχουν και διάρκεια ως αποτύπωμα στη μνήμη. Μένουν. Γι’αυτό, επειδή θέλω να το καλοχωνέψω,

Πες του, το αγάπησα και θα το ξαναδιαβάσω.

ΔΕΊΤΕ εδώ ένα απόσπασμα

Χρήστος Οικονόμου

Πες της

Εκδόσεις Πόλις

Χαμάμ

«Το καραντί, το καραντί

Θα μας μπατάρει

Σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά

Από νωρίς δεξιά στην μάσκα την πλωριά

Κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει».

Δύομιση θάτανε που μπήκα. Τον φοβόμουν τον θάλαμο λίγο, τον ατμό φοβόμουν, έσερνα ένα παλιό αναπνευστικό, όχι σάουνα, θάνατος η σάουνα για τα πνευμόνια, θάνατος είναι οι κάριες που χτυπιούνται γιατρέ, τα ΄λεγε ο Καρυωτάκης πήγε φούνταρε.

Τουναντίον. Πολύ ήρεμος ο θολωτός χώρος του χαμάμ. Απέναντι δυο κοπέλες. Αμήχανες οδηγίες στ΄αυτιά μου για τη χρήση της γούρνας, της λούφας, το τάσι, το γκιουζέλ. Προσπαθώ αρχικά να βρω ανάσα και σκέφτομαι αν πανικοβληθώ να βγω. Είναι καλό που μπορώ να βγω. Τα παιδιά στο τραίνο δεν μπορούσαν. Γιατί το σκέφτηκα τώρα αυτό;Δεν σκέφτεσαι τίποτε άλλο τόσες μέρες.

Μπαίνει μουσική ανατολίτικη, πνευστά κι έγχορδα αγγέλων με παρασέρνουν σε κόσμους άλλους, το μυαλό φεύγει, κοιτάω το θόλο, θυμάμαι πως μπορώ πάντα να φύγω, αλλά αρχίζω να μη θέλω. Μια ακινησία, μια υγρασία γλυκιά, που υπνωτίζει, βρέχομαι λίγο, απέναντι δυο κοπέλες, το μοναδικό αγόρι έχει ξαπλώσει φαρδύς πλατύς στο κεντρικό στρογγυλό που θερμαίνεται κι αυτό, διαλογίζεται, τα μάτια κλειστά.Σκέφτομαι τον παππού στην Πολίτικη Κουζίνα, στο χαμάμ με τους φίλους του. Και το βλήμα απ΄τον πόλεμο που τον πονάει με τον καιρό. Εμένα, μέσα στον ώμο, τον αριστερό, με πονάει απ΄τον ατμό.

Σκέφτομαι τα παιδιά των Τεμπών. ΄Ισως εκεί μέσα στον ώμο είναι το δικό μου πριτσίνι των φτερών όταν έρθει η ώρα. Σ΄εκείνα οι άγγελοι δεν είχαν που να βιδώσουν τα φτερά, τα πέρασαν με σχοινιά μεταξωτά να μην πονούν τα τόσα τραύματα άραγε;

Παππού, το βλήμα ήταν το σημείο για το δικό σου πριτσίνι. Ο εγγονός δεν πρόλαβε μα εσύ είχες προλάβει να ζήσεις τόσα. Τα μάτια μου κλείνουν μόνα τους. Κανένας έλεγχος. Μισή ώρα εκτός πολιτισμού, κινητό μηδέν, αμηχανία μηδέν.Κοιτάω τους άλλους, νέα κορίτσια, νέο αγόρι, καμία αμηχανία, επικοινωνουν οι ατμοί μας, συστολή όμως καμιά, φοράμε μαγιώ και μια μικρή απορροφητική πετσέτα πάνινη στη μέση, κοιταζόμαστα στα κρυφά, καμιά ντροπή, ντροπή μονάχα στους φταίχτες, γιατί να ντραπούμε εμείς, έχουμε επιλογή, έχουμε ζωή μπροστά, τα βλέφαρα σφραγίζουν, δεν αντέχω βρέχομαι.

Ξεκινάω με τη λούφα να κάνω το δέρμα να πονά μα κείνο κοιμάται κάτω απ΄τους ατμούς. Κοιμάται ή ξυπνάει. Τρίβω λίγο το σώμα, τα χέρια τα πόδια, ξεπλένω, κλείνω τα μάτια. Ακούω τα όργανα κι από πίσω ψαλμωδίες, ψιθύρους «πάρε όταν φτάσεις», «όχι τώρα, όχι νωρίς είναι», «δεν έχω δοκιμάσει ουίσκυ», «ήθελα να πάω στο Παρίσι, δεν πρόλαβα», «Μαμά μη με περιμένεις», ψαλμοί αγγέλων, ή παιδιών, δεν ξεχωρίζω, ενώνονται και φεύγουν από την κεντρική οπή στο θόλο του χώρου.Τόσο φως στο ημίφως. Τόση λύτρωση. Τόση συγχώρεση απ΄το σύμπαν πού βρέθηκε; Μας στέλνουν σήματα τα θύματα, είναι άγγελοι τα θύματα και διάβολοι εδώ κάτω, αυτούς δεν πρέπει να τους αφήσουμε να μπουν στο πετσί μας, τρίβω με τους κόκκους απολέπισης, λέπια φεύγουν, δεν είμαι ψάρι πια, δεν είμαι γυναίκα, σήμερα είμαι μόνο μάνα, ολονών αυτών που φωνάζουν, που φώναζαν πριν λίγο, έγιναν η φωνή των παιδιών.

Καταβρέχομαι με το τάσι, απ΄την κορφή ως τα νύχια, τα νερά φεύγουν, το αίμα φεύγει, ξεπλένεται το αίμα; ΄Οχι τα πλακάκια είναι κόκκινα κι αυτά, ξεχωρίζω κάτι γράμματα μες στους ατμούς διαγράφονται από μοναχά τους, δηκεοσίνη γράφει, στρέφω το βλέμμα προς το θόλο. Κόκκινο φως κι εκεί.

Η ελευθερία είναι εδώ στο κέντρο του στρογγυλού κρεββατιού. Λευκή σαν το φως που βγαίνει τώρα. Ζωηρή. Φρέσκια. Ελπιδοφόρα. Μοιάζει της Εριέττας, της Ιφιγένειας, της Ελισάβετ. Φοράει μια ριγέ γκρι απορροφητική πετσέτα. Αισθανόμαστε λεύτεροι, τα μυαλά μας μιλάνε, συνομιλούν, αυτό λένε, είμαστε λεύτεροι, «το μυαλό είναι ο στόχος», «υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλυτώσει το παιδί….»Με τους τελευταίους ατμούς καθαρίζει κάθε θλίψη. Τίποτα. Υπάρχει μόνο ηρεμία κι απόφαση.

Με το τελευταίο ξέβγαλμα φεύγει κάθε βάρος, κάθε κύτταρο φωνάζει πεντακάθαρο, βγαίνουν τα κύτταρά μας και μπερδεύονται. Είμαι κορίτσι, γυναίκα, άλλο. Είμαι 18 και διψάω για ζωή. Θα προλάβω, σκέφτομαι. Απ΄τους ατμούς που σβήνουν διακρίνεται απέναντι ο παππούς. ΄Εχει στη μέση του πετσέτα και στους ώμους χνουδωτά φτερά. Κουνάει το κεφάλι καταφατικά. Με έμφαση. Ξέρει την Αλήθεια.

Σελιδοδείκτης | Live streaming | Το στίγμα του κακού | Εχτές στο θέατρο Faust

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.

Live streaming

Λέων Α. Ναρ

Ο χώρος, προϊδέαζε γι’αυτό που επρόκειτο να συμβεί επί σκηνής. Και το τελευταίο ποτό της βραδιάς μετά την παράσταση, ήταν ακριβώς αυτό. ΄Ενα Jameson Black Barell, ένα δυνατό ποτό, πολλαπλής και πολυετούς ωρίμανσης που βγαίνει από ένα μαύρο βαρέλι.

‘Οπως και η γραφή του Λέοντος Ναρ. Από το Δεν Σε ξέχασα Ποτέ, η σύλληψη και σκέψη και προπαντός η σύνδεση έχει προχωρήσει πολλά επίπεδα. Πολλές πίστες συγγραφικής ωρίμανσης και εμπειρίας. Αυτά που είναι πρώτες αναγνώσεις του κειμένου έχουν μυστικά νήματα που σε πάνε έξυπνα στα πιο κάτω, στα πιο βαθιά επίπεδα όσο σκέφτεσαι την παράσταση. Κυρίως ξεκάθαρα το επόμενο πρωί.

‘Ενα αυτοκινητιστικό ατύχημα γίνεται αιτία και αφορμή να ξεδιπλωθούν μπροστά μας ήδη αδιέξοδες ζωές, όπου αναγνωρίζουμε δικές μας πτυχές ή ολόκληρες ζωές όσο προχωράει το έργο.

«Είμαστε αντανάκλαση»

αναφέρεται, δε θα πω σε ποια στιγμή. Και είναι αλήθεια.

Το έργο αν δεν ήταν θεατρική παράσταση θα μπορούσε να είναι ένα μεστό, διόλου ξύλινο δοκίμιο πάνω στην κοινοτοπία του Κακού. Και στη μάχη του αενάως, ανά στιγμές κυριολεκτικά, με το Καλό. Το κακό και η λεπτή γραμμή που το χωρίζει από το καλό, είναι ο κύριος θεματικός κορμός. Αλλά όχι το μόνο θέμα. Βγαίνει όμως η αλήθεια του κειμένου με άμεσο, σκληρό τρόπο, όσο σκληρή είναι και η πραγματικότητα. Η καθημερινότητα. Απασχολεί στο έργο, το πόσο εύκολο είναι να περάσεις στην αντίπερα όχθη από το Καλό στο Κακό. Το πόσο γρήγορα μπορεί να συμβεί αυτό.

«Μέχρι μια ηλικία είμαστε αυτό που μας δίνει η Φύση. Μετά είμαστε αυτό που προσπαθούμε να γίνουμε.»

Απασχολεί το έργο η δισυπόστατη φύση του ανθρώπου, τα πρέπει και τα θέλω, ο καλός κι ο κακός εαυτός. Σκηνοθετούμε τη ζωή ή ζωή μας σκηνοθετεί; Αυτή η διττή κατάσταση, το συνεχές δίπολο, εφιαλτικό κάποιες φορές για την ισορροπία της ταυτότητας, υπηρετείται άριστα από τη σκηνοθετική απόδοση καθώς οι ηθοποιοί, δυο τον αριθμό, παίζουν και μπαινοβγαίνουν σε τέσσερις ρόλους. Πέμπτος υπέρτατος ρόλος ή χωρίς αριθμό, ο παππούς. Η συνείδηση. Με την παρουσία τη διαδικτυακή, που δικαιώνει τον τίτλο και στιγματίζει την εποχή – το στιγματίζει δεν το χρησιμοποιώ τυχαία, θα δείξω παρακάτω – με τη φωνή της Συνείδησης όπως την είδα, της Ρίζας, της κληρονομιάς, μιας ζωής αντίστασης και πάλης για το Καλό και τα Ιδανικά, γίνεται στην επόμενη γενιά, μια ζωή γεμάτη βία. ΄Οχι αυτός που δέχεται, αλλά αυτός που την ασκεί. Και ικανοποιείται.

Στα πρώτα επίπεδα του κειμένου βρίσκεται ο ρόλος των μέσων δικτύωσης και τεχνολογίας στη ζωή μας. Και πόσο αυτός συνδέεται με το Κακό. Πόσο το διευκολύνει, πώς το αναδεικνύει, αν ο αλγόριθμος και τα κλικ και οι σέλφις είναι ζωή ή παράσταση; Πόσο δύσκολο ή εύκολο το κάνουν τα μέσα, το να μπορείς να αντισταθείς, να μη συνηθίσεις την εικόνα του Κακού, να μην την προσπερνάς ως καθημερινότητα;

Πόσο, εντέλει, στο ρόλο του αφανούς γιού της οικογενειας, που βιώνει όλη τη ρίζα της αντίστασης, κι όλη την έκφραση του κακού, είναι εύκολο να εντοπίσεις τα στίγματα; Ηλεκτρονικά και μη; Πόσο, εντέλει αναρωτιέται μέσα απ΄το έργο ο συγγραφέας, είναι εφικτό, το παιδί να γλυτώσει; Να καταφέρει να αναγνωρίσει ανάμεσα στα μπερδευτικά στίγματα, το στίγμα του Κακού; Και να μην το αφήσει να το ρουφήξει;

Η πρόταση υπάρχει και είναι φωτεινή. Κι έχει να κάνει με τη μόνη ισχυρή άμυνα. Το ‘Oνειρο.

«Μπορείς να πάρεις από τα παιδιά το όνειρο; Αν πάρεις από τα παιδιά το όνειρο είναι σαν να παραδίδεις τον πλανήτη. Αμαχητί.»

Η μάχη αυτή δόθηκε χτες, στην πρεμιέρα, μπροστά μας. ΄Ολα ήταν ρόλος. Τα φώτα, η μουσική που έπαιζε πριν ακόμα αρχίσει η παράσταση, η σκηνοθετική ματιά με τον παππού, υπέροχο Ζουγανέλη απ ΄τη γιγαντοοθόνη σε ζωντανή σύνδεση, η διπολικότητα των ρόλων, τα απλά αλλά εμπνευσμένα σκηνικά, η κινησιολογία των χαρακτήρων, οι στοιχηματικές αλλά κερδισμένες ερμηνείες των ηθοποιών, που ενσάρκωναν τέσσερις χαρακτήρες, το Στέλιο τη Μελίνα τον Πωλ και τον Χέλμη.

Και το αφανές παιδί, ρόλος-κλείδί.

Κι ο συγγραφέας έγραψε γιατί θέλει να μας κάνει κοινωνούς:

‘Εχει αποφασίσει να το παλέψει.

Και μας έπεισε, με έπεισε να τον ακολουθήσουμε σε μια σκοτεινή πορεία προς στο φως. Το κατάλαβα, όταν μέσα στο σκότος της παράστασης προσπαθούσα να σημειώσω τις πύρινες λέξεις για να μη χαθούν. Χωρίς να βλέπω καν τι γράφω, πήρα μαζί μου την ουσία της παράστασης.

#WeRemember | Θυμόμαστε, δεν εκμεταλλευόμαστε | Ξανά στη Σαλονίκη | Λέων Α. Ναρ

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.

ΛΕΩΝ Α. ΝΑΡ

ΞΑΝΑ ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το βιβλίο του Λέοντα Α. Ναρ, από τις εκδόσεις Πόλις, δεν είναι λογοτεχνικό, αλλά συμβάλλει σημαντικά.Για να πιάσουμε το νήμα. Κι αυτό γιατί κλείνει μέσα του τα άλλα που έχουν γραφτεί. Τ

Τιτλοφορείται «Ξανά στη Σαλονίκη (η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο 1945-1946)» και ασχολείται με αυτό που λέει ο τίτλος και ο υπότιτλος : Την επιστροφή των Εβραίων στη γενέθλια πόλη τους και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν γυρίζοντας. Μέσα από ενδελεχή μελέτη, ως αντικείμενο της διδακτορικής έρευνας,στα ντοκουμέντα της εποχής από διάφορες πηγές, των οποίων αντίγραφα υπάρχουν μέσα στο βιβλίο, καταγράφεται η πραγματικότητά τους, η καθημερινότητά τους, όσων επέζησαν και γύρισαν στη Θεσσαλονίκη, προσπαθώντας να μαζέψουν τα κομμάτια μιας διαλυμένης ζωής και να συνεχίσουν, τιμώντας παράλληλα τα αγαπημένα τους πρόσωπα που θανατώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η καταγραφή αυτή είναι προσεκτική και λεπτομερής και γι΄αυτό ματώνει. Προσέχει με ευλάβεια και καταφέρνει με χειρουργική ακρίβεια και στοχοπροσήλωση να είναι αντικειμενική, να βλέπει τα πράγματα από απόσταση και να δώσει την τίμια εικόνα της κατάστασης όπως αποτυπώνεται στα έγγραφα και μαρτυρίες της εποχής. Ξεχώρισα ορισμένα σημεία και τα υπογράμμισα και αυτά σας παραθέτω, συστήνοντάς σας ανεπιφύλακτα την ανάγνωσή του.Εμένα μου ξεκλείδωσε πολλά, με ενημέρωσε για πράγματα που δεν ήξερα ότι έχουν συντελεστεί, μια και για τους Εβραίους και ειδικά της Σαλονίκης, για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο δε μιλούσε κανείς.

Στη σημερινή πραγματικότητα, όπου το τοπίο αλλάζει, αλλά παρουσιάζονται και κρούσματα βεβήλωσης του μνημείου με πρωτοφανή σκληρότητα, έχουμε χρέος να γνωρίζουμε και να θυμόμαστε. Το βιβλίο που έγραψε με πολλή φροντίδα ο Λέων Ναρ, βοηθάει ουσιαστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί όπως σημειώνει στον επίλογο

«Η κοινωνία δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει το μέγεθος και τη σημασία της λεηλασίας».

«Τα γεγονότα έδειχναν ότι η υπόμνηση της μνήμης μιας πληθυσμιακά συρρικνωμένης Κοινότητας, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί καθήκον όχι μόνο των μελών και της ηγεσίας της, αλλά κεφάλαιο της εθνικής συλλογικής μνήμης, ήταν μηδαμινή».

«΄Ενα ακόμη θέμα το οποίο έθιγε το ίδιο υπόμνημα ήταν η κατάργηση του αντισημιτικού νόμου 205, ο οποίος εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής».

«Η ιστορική αυτογνωσία προϋποθέτει σίγουρα θαρραλέα οπτική.»

«Οι Ισραηλίτες ΄Ελληνες πολίτες, οι οποίοι είχαν υποστεί τον πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά διωγμό δεν κατέστη δυνατόν να αναλάβουν την περιουσία που τους ανήκε και την οποία στερήθηκαν κατ΄ακολουθία γερμανικών διαταγών και νόμων ελληνικών, οι οποίοι δεν έπρεπε να υφίστανται ακόμη».

«Στις 23 Μαρτίου 1946, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να επαναφέρει τα ισραηλιτικά ονόματα των οδών της πόλης και να δώσει σε δύο οδούς της πόλης τα ονόματα του συνταγματάρχη Φριζή και του ποιητή Γιοσέφ Ελιγιά».

«Η UNRA χορηγούσε μερικά φάρμακα και τα υπόλοιπα οι ασθενείς τα προμηθεύονταν από τα φαρμακεία Ασσέρ και Γαλλικόν».

«Σε διάστημα δεκατριών μηνών, ο αρχικός αριθμός των 7 φυματικών έφτασε τους 37 και από αυτούς οι 30 ήταν πρώην όμηροι, δηλαδή οι φυματικοί αυξάνονταν κατά δύο ανά μήνα. Η μεγάλη πλειοψηφία ήταν πρώην όμηροι και αυτό ήτα απόλυτα φυσικό για τους ανθρώπους που είχαν σωθεί από τα στρατόπεδα εξόντωσης και δεν ήταν δυνατόν να αντέξουν, εξαντλημένοι όπως ήταν, στις κακουχίες που αντιμετώπιζαν.»

«Ο Γυμναστικός Σύλλογος Μακαμπή την προπολεμική περίοδο είχε «σφυρηλατήσει στο γυμναστήριό του άνδρες με γερά σώματα και είχε προσφέρει στο αλβανικό έπος πενήντα ηρωικούς νεκρούς και ογδόντα περίπου τραυματίες. […] Είχε «πολλά μέλη που είχαν πάρει τον δρόμο της τιμής και του αγώνα στο αντάρτικο, στη Μέση Ανατολή, στο Ελ Αλαμέιν και στο Ρίμινι.»

«Αυτή ήταν η εικόνα της Κοινότητας το 1945. Μια Κοινότητας αμήχανης, μουδιασμένης, απόλυτα κλυδωνισμένης, μιας ομάδας ανθρώπων που προσπαθούσε να αναδυθεί από το απόλυτο μηδέν. Αναμετρώντας αποδεκατισμένη τις πληγές της, κατέβαλλε με δέος φιλότιμες και εξακολουθητικές προσπάθειες, […] πιέζοντας τους επίσημους φορείς να συντρέξουν το έργο της να αποκαταστήσει τις ανατιναγμένες και συλημένες Συναγωγές της, τα κατεστραμμένα σχολεία και τους γκρεμισμένους συνοικισμούς της.»

«Πολλοί από όσους γύρισαν από τα ναζιστικά στρατόπεδα είχαν την ευκαιρία να σταθούν στην επιστροφή τους σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Τους προσφέρονταν παντού δουλειά, σπίτι, με δεδομένη την κατανόηση της συμφοράς τους, ακόμα και υπηκοότητα, για να μείνουν. «Kανείς δεν έμεινε. ΄Ενας-δυο σποραδικά και πού, στην παμψηφία τους βιάζονται να πατήσουν μια ώρα αρχύτερα το χώμα της πατρίδας τους».

΄Εχουν περάσει χρόνια απ΄όταν ήρθε στα χέραι μου αυτό το βιβλίο, μα πάντα θα ανατρέχω, τουλάχιστον στη διάρκεια του μήνα Γενάρη, αλλά και άλλες φορές, όταν θα βρίσκομαι σε άλλα βιβλία, που μιλάνε για την συγκεκριμένη πληγή, για την ανάσα της πόλης που ακούγεται να βγαίνει απ΄τα ιερά μάρμαρα της μνήμης των Εβραίων που χάθηκαν και σήμερα βρίσκονται σκορπισμένα στις γωνιές της πόλης. Κάθε φορά που πάω στη Σαλονίκη, ακούω αυτές τις μυστικές φωνές που ζητούν αποκατάσταση, και θυμάμαι το μαύρο τοίχο με τα ονόματά τους στο Εβραϊκό Μουσείο, με στοιχειώνει αλλά και με πεισμώνει εξακολουθητικά η αναγραφόμενη εκεί φράση:

Η καταμέτρηση συνεχίζεται….

Ακούστε στο 0:33 τον ίδιο τον συγγραφέα να μιλάει για το βιβλίο του, ή παρακολουθήστε από κοντά το σχετικό με την Ημέρα Μνήμης σεμινάριο του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης στις 25 Ιανουαρίου 2023 με θέμα «Η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης από το Μεσοπόλεμο στο Ολοκαύτωμα: Ιστορία, Λογοτεχνία και η διδακτική της αξιοποίηση στο οποίο συμμετέχει ο συγγραφέας Λεων Α. Ναρ και μιλά για το βιβλίο και το θέμα.

Ξανά στη Σαλονίκη,

Λέων Α. Ναρ,

Εκδόσεις Πόλις.

Ο Λέων Α. Ναρ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Νεοελληνικής Φιλολογίας, Βιβλιολογίας και Διδακτικής της Λογοτεχνίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο (2000), ενώ το 2007 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας. Τον Νοέμβριο του 2015 έγινε δεκτός ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και τον Δεκέμβριο του 2017 ολοκλήρωσε την μεταδιδακτορική του έρευνα.Το 2007 εξέδωσε (σε συνεργασία με τον Γιώργο Αναστασιάδη και τον Χρήστο Ράπτη) το βιβλίο Εγώ ο εγγονός ενός Έλληνα, η Θεσσαλονίκη του Νικολά Σαρκοζί[1], (Καστανιώτης) το οποίο μεταφράστηκε και στα γαλλικά. Το 2009 εκδόθηκε το δίτομο έργο του Ναρ με τίτλο Γιωσέφ Ελιγιά, Άπαντα[2] (Γαβριηλίδης), ενώ την ίδια χρονιά επιμελήθηκε το επετειακό λεύκωμα 25 χρόνια Ιανός[3]. Το 2011 κυκλοφόρησε το δίγλωσσο (σε ελληνική και αγγλική γλώσσα) βιβλίο του με τίτλο Το μέλλον του παρελθόντος, Θεσσαλονίκη 1912-2012[4] (Καπόν), (με φωτογραφίες του Γιώργη Γερόλυμπου), και η μελέτη Ισραηλίτες Βουλευτές στο Ελληνικό Κοινοβούλιο[5] που επιμελήθηκε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. Το 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο Το παιχνίδι της εξέδρας σχολιασμένα συνθήματα από τα ελληνικά γήπεδα[6] (Μεταίχμιο).Το 2017 κυκλοφόρησε (Ευρασία) το θεατρικό έργο του «Δεν σε ξέχασα ποτέ»[7] (μαζί με cd των σεφαραδίτικων τραγουδιών της ομώνυμης παράστασης) που ανέβηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2017[8]. Το 2018 κυκλοφόρησε το βιβλίο Ξανά στη Σαλονίκη. Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945-46)[9][10] από τις εκδόσεις Πόλις. Κείμενά του, επίσης, έχουν δημοσιευτεί σε 8 συλλογικούς τόμους.

Στη συνέχεια, κυκλοφόρησαν δυο πονήματα σχετικά με τα σεφαραδίτικα τραγούδια της Θεσσαλονίκης, το «I REMEMBER, ΘΥΜΑΜΑΙ» τρίγλωσση έκδοση (ελληνικά, αγγλικά, ισπανοεβραϊκά) βιβλίου/CD που βασίζεται στο μουσικό αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ, με επιμέλεια του Λέων Α.Ναρ, όπου επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν σεφαραδίτικα τραγούδια, (2020) και Τα τραγούδια μας. Aνθολογία σεφαραδίτικων τραγουδιών της Θεσσαλονίκης» ανθολόγηση του σχετικού προσωπικού αρχείου συλλογής σεφαραδίτικων παραδοσιακών τραγουδιών που συγκέντρωσε ο Αλμπέρος Ναρ (2021) και τα δυο από τις εκδόσεις Ιανός.

Το 2022 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, το βιβλίο του για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου «Να βρω ξανά του Νήματος την άκρη….», σχεδίασμα ποιητικής βιογραφίας του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ενώ σε λίγες μέρες ανεβαίνει το καινούργιο του θεατρικό έργο «LIVE STREAMING» στο θέατρο Faust, σε σκηνοθεσία Αντώνη Καραγιάννη.

Σελιδοδείκτης | 120 Γραμμάρια | Βίκυ Τσελεπίδου | Τα έγγραφα θανάτου, εγχειρίδια ζωής.

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά

120 Γραμμάρια

Βίκυ Τσελεπίδου

Μερικές φορές, με μερικούς συγγραφείς, αδιόρατα, νιώθει ο αναγνώστης, πως ο δημιουργός γράφει γι’αυτούς. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν το συνειδητοποιεί, αγγίζει πτυχές, ταυτίζει συνειδήσεις και σκάβει πληγές πανάρχαιες ή βαθιά κρυμμένες μέσω των ηρώων του, μέσω των πράξεών τους που όσο κι αν έχει κάνει αρχικά το πρόχειρο σκαρίφημά τους, τα χαρακτηριστικά τους και πώς θα κινηθούν στην πλοκή, εκείνοι κινούνται από κάποια στιγμή και μετά αυτοβούλως και κοινώς τον γράφουν. Γράφουν δηλαδή μέσω αυτού και ζουν με την πένα του τη ζωή για κάποιους άλλους που αργότερα θα διαβάζουν τα μαύρα στίγματα σ΄άσπρο χαρτί και θα δονούνται εντός τους χορδές και τύμπανα και δακρυγόνοι αδένες.

Τούτων λεχθέντων, επισυνέβη αυτό μια ακόμη φορά, στο καινούργιο της Βίκυς Τσελεπίδου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νεφέλη, τα 120 Γραμμάρια, τίτλος που εξηγείται με το δικό της νυστερικό αφήγημα, στο τέλος του βιβλίου. Ως τότε, μας παίρνει η γραφή της απ΄το χέρι, αυτή η γνώριμη γραφή που απλή και σφιχτή ξέρει να δημιουργεί ατμόσφαιρες, να πλάθει ήρωες, να διατρέχει ιστορίες που μοιάζουν να υπήρχαν εκεί από πάντα, περιμένοντας κάποιον με ισχυρή πένα να τις αναδείξει. Να βγάλει στο φως τον πυρήνα τους, και να σκιαγραφήσει την ύπαρξη ως το μεδούλι με χειρουργική, όσο κι ευλαβικά φροντιστική, ακρίβεια.

΄Ετσι γίνεται και δω, με τις ποικίλες ιστορίες που εκτυλίσσονται σ’ένα συμβολαιογραφείο, άλλες μικρές, άλλες μεγαλύτερες, άλλες με ζωντανούς πρωτοπρόσωπους μονολόγους κι άλλες με στεγνές, φαινομενικά τυπικές περιγραφές που όμως στάζουν ενσυναίσθηση και διαγράφουν τροχιές και ισορροπίες ζωής ή αντίθετα εκρήξεις καλοδιατηρημένων σεσηπότων σχέσεων που ξαφνικά ξεδιαλύνονται και φτάνουν στην κάθαρση ή στο τέλος, με αφορμή ή κίνητρο μια συμβολαιογραφική πράξη.

Το ηθικό, το δίκιο, οι οικογενειακές σχέσεις, ο θάνατος και η επικυριαρχία του φόβου που γεννά, η επαγγελματική ηθική, η γραφειοκρατική υποκρισία, βρίσκουν τρόπο να αναδειχθούν στις ιστορίες αυτές, μεθοδικά και κεντημένα με την τεχνική της Τσελεπίδου, αλλά οπωσδήποτε με αληθινό ξεδίπλωμα και πραγματικά υποδειγματική αποτύπωση της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που ανακαλύπτει ξανά και ξανά κανείς, όταν βρεθεί με τα δικά του οικογενειακά έγγραφα, τα γράμματα, τα συμβόλαια, τα νομικά έγγραφα, ντοκουμέντα μιας ζωής που για να καταδειχθεί το μεγαλείο της χρησιμοποιούνται εδώ, φλερτάροντας υπέροχα με τους κανόνες του μυθιστορήματος-ντοκουμέντου.

Με αριστουργηματική και πάλι καταβύθιση, η οργάνωση των ιστοριών και η παράθεσή τους με συγκεκριμένη σειρά, καταφέρνει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να τον τραβήξει μέσα στις ιστορίες του κάθε επισκέπτη του συμβολαιογραφείου και να κλιμακώσει το συναίσθημα προς το βιβλίο, οδηγώντας στην κορύφωσή του στην τελευταία ιστορία.

Η επιλογή μη θέσης τίτλων στις ιστορίες, αλλά αντίθετα η παράθεσή τους τη μία μετά την άλλη χωρίς κενά, δίνει εύστοχα την επιθυμητή εντύπωση της ολότητας, της μεγάλης και μίας ιστορίας, αυτής του ανθρώπου που βαδίζει στη ζωή όμοια όπως κυλά η ζωή μέσα στο συμβολαιογραφείο: Ανάμεσα σε συμβάσεις, τυπικότητες και διαδικασίες, να επιλέγει κάθε φορά τη ροπή προς το καλό ή αντίθετα το κακό, προς τη φθορά ή προς την ένωση, προς την κάθαρση ή την αδιαφορία, την τιμωρία ή την απόδοση τιμής, τη δικαιοσύνη ή την αδικία.

Κι έτσι φτάνοντας στην τελευταία ιστορία να κάνει τον απολογισμό για όσα έζησε, όσα έκανε καλά ή όσα λάθη διέπραξε, γιατί φτάνει ένας καιρός που είναι «η εποχή που πια είχαμε αρχίσει να απομυθοποιούμε τους θρύλους μας και να καταδικάζουμε κάθε λογής ψευδαίσθηση. Δεν είναι πια η εποχή «που εύκολα βαφτίζαμε ψευδαίσθηση ό,τι δεν χωρούσε στο σχήμα που δίναμε στις αλήθειες μας».

Η λυτρωτική γραφή που περιδιαβαίνει τις καταγραφές των ιστοριών της Τσελεπίδου σ΄αυτό το βιβλίο λειτουργεί «σαν μια γέφυρα ανάμεσα στο τι πραγματικά είχε κάποια αξία και τι κάλπικο μας πουλούσαν ως αληθινό». Η χρονική στιγμή που αυτό το βιβλίο γεννήθηκε και ο καρπός της ίδιας του της ιδέας μετουσιώθηκε σε λέξεις, δεν είναι επίσης τυχαία. ΄Ερχεται μετά από μια εποχή αδιανόητου εγκλεισμού του κόσμου και των ανθρώπων. Μια περίοδο που στοιχηματίσαμε στην στέρηση ή στην αλλαγή. Στη συνείδησή μου, συμπίπτει με μια χρυσή στιγμή ωριμότητας της συγγραφέα, μετά την «Αλεπού», το «Σκύλο» τη Φιλελλήνων και το Ελλενίτ, εκεί που μπορεί πράγματι να μιλήσει για τα γνώριμα της θέματα με έναν άλλο, εξίσου προσιτό και συνεπή προς την πορεία της τρόπο.

Η ιστορία της σελίδας 64 με τον πανηγυρτζή-διοργανωτή προεκλογικής εκδήλωσης θα μπορούσε να γίνει ένα καταπληκτικό μονόπρακτο-μονόλογος με όλα τα στοιχεία της κλιμάκωσης από το απόλυτο αστείο στο δράμα με σαφείς κοινωνικές αιχμές.

Η μοναδική συγκίνηση της ιστορίας της σελίδας 18 με την ντοπιολαλιά μ΄έκανε να δω μπροστά μου τον ήρωα-πατέρα να περιγράφει την απονιά.

Ο Ντίντο ο παραδείσιος παπαγάλος, με δάκρυσε καθώς αποτύπωσε μπροστά μου όλες τις εκφάνσεις της συζυγικής-συντροφικής σχέσης και της τοξικότητας που μπορεί να έχει η κατακτητική σχέση σε κάθε επίπεδο χειρισμού.

Η απλή παράθεση ντοκουμέντων λέει τις ιστορίες χωρίς τη χρεία άλλης διήγησης, ή περιγραφικών εργαλείων, όπως αυτή με τον ιδιοκτήτη της εταιρείας Αντωνίου.

Το σπαρακτικό χειρόγραφο γράμμα μιας γυναίκας μάνας, και το αφηγηματικό εργαλείο του γάλακτος, ως στοιχείου αγάπης, ενστάλαξης φροντίδας και προαιώνιου δεσίματος σε ανθρώπους και ζώα συγκλονίζει.

Ο γέροντας προπάππος που βγαίνει στο μπαλκόνι, αδρες γραμμές που πελεκούν ένα μικρό διαμάντι αφιερωμένο στην κληρονομιά και τις ρίζες, προσφιλές και συνταρακτικό θέμα της συγγραφέα.

Και τελική, αλλά όχι έσχατη, η πυρηνική Λαζαρίδου, γράφει την ιστορία της «για μένα» και δίνει ευθεία βολή στο συναίσθημα που, όπως προαναφέραμε, αφήνεται μετά την κλιμάκωση να εκφραστεί ελεύθερο, μέσα απ΄την αδιέξοδη επιβολή της ειμαρμένης, της συμφιλίωσης με τον έσω εαυτό και τις πληγές που ζητάνε εκδίκηση μα κλείνουν μόλις αεριστούν.

Για να δηλώσουν στους ανθρώπους

«΄Οτι ναι, υπάρχει Θεός και ζυγίζει δίκαια στον καθένα τις αλυσίδες του».

Η Βίκυ Τσελεπίδου διαπράττει μια πράξη ελευθερίας με το βιβλίο αυτό.

«Μια τέτοια μέρα» πήρε τους αναγνώστες απ’το χέρι. Τους σύστησε στους ήρωες που έχουν κάτι απ΄αυτούς και τους έκανε να σχετιστούν μεταξύ τους, να ταυτιστούν οι μεν με τους δε. «Δεν ήθελε να διακόψει με το στεγνό επαγγελματικό της ύφος αυτό το άνθισμα. Τους άφησε να λένε και να λένε και να γελάνε και να εννοούν αυτά που δε λέγονται και σταύρωσε αυτή τα χέρια κι ακούμπησε την πλάτη της στην πλάτη της καρέκλας και δεν έλεγε να δώσει τέλος στο έργο για το οποίο ουσιαστικά την είχαν καλέσει να καθίσει ανάμεσά τους στο μεγάλο εκείνο τραπέζι».

120 Γραμμάρια

Βίκυ Τσελεπίδου

Εκδόσεις Νεφέλη

#weremember | Προς την Ημέρα Μνήμης Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος | Θυμόμαστε, δεν εκμεταλλευόμαστε | Η πιο πολύτιμη πραμάτεια

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά

Προς την Ημέρα Μνήμης Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος

Προτάσεις του Σελιδοδείκτη:

Ενα ουμανιστικό παραμύθι που βγάζει τη γλώσσα στους αρνητές του Ολοκαυτώματος:

[ ΄Οταν μου το σύστησαν, το διάβασα σε μια μέρα. Νομίζω σε κάθε σπίτι, κάθε παιδί και κάθε μεγάλος, πρέπει να το έχει και να το ρουφήξει όπως εγώ.΄Αν είναι να ξεκινήσεις από κάπου, ξεκίνα από δω ]

΄Η πιο πολύτιμη πραμάτεια

Jean-Claude Grumberg

«Μια φορά κι έναν καιρό, σ΄ένα μεγάλο δάσος ζούσε ένας φτωχός ξυλοκόπος με τη φτωχιά γυναίκα του. ΄Οχι όχι όχι όχι όχι, μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται καθόλου για τον Κοντορεβυθούλη! ΄Οπως εσείς, έτσι κι εγώ απεχθάνομαι αυτή τη γελοία ιστορία. Πού ακούστηκε οι γονείς να παρατάνε τα παιδιά τους, επειδή δεν έχουν να τα θρέψουν; ΄Ελεος… Μέσα σ΄αυτό το μεγάλο δάσος λοιπόν επικρατούσε μεγάλη πείνα και πολύ κρύο. Ιδίως τον χειμώνα. Το καλοκαίρι μια τρομερή ζέστη έπεφτε σ΄αυτό το δάσος κι έδιωχνε το πολύ κρύο. Η πείνα απεναντίας ήταν σταθερή, προπάντων τα χρόνια που γύρω από αυτό το δάσος, μαινόταν ο παγκόσμιος πόλεμος. Ο παγκόσμιος πόλεμος, ναι ναι ναι ναι ναι.»

«N΄αντέξουμε, ν΄αντέξουμε, ν΄αντέξουμε, αυτό το πράγμα, δεν μπορεί, κάποτε θα τελειώσει». «Φοβισμένος αλλά ταυτόχρονα περήφανος και ανακουφισμένος, περήφανος που τους φώναξε στα μούτρα, που λευτερώθηκε, που μια ολόκληρη ζωή μέσα στη σιωπή και την υποταγή είχε τελειώσει».

«Κι έτσι η Ντίνα, η αποκαλούμενη Ντιάν σύμφωνα με τα προσωρινά χαρτιά της και το ολοκαίνουργιο οικογενειακό της βιβλιάριο, μαζί με το παιδί της, τον Ανρί, δίδυμο αδελφό της Ρόζας, απαλλάχτηκαν από τη δύναμη της βαρύτητας κι έφθασαν στον παράδεισο, στην κατοικία των ψυχών που έχουν υποσχεθεί για τους αθώους».

«Δεν μπορεί κανείς να κερδίσει τίποτα σ΄αυτή τη ζωή αν δεν δεχθεί να χάσει κάτι τις, ακόμη κι αν αυτό είναι η ζωή ενός αγαπημένου ανθρώπου ή η δική του».

Η πιο πολύτιμη πραμάτεια

Jean Claude Grumberg

Εκδόσεις Πόλις

#weremember |Προς την Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων του Ολοκαυτώματος |Γεώργιος Ιβανώφ.

Παρότι δεν αφορά έναν Εβραίο, η ιστορία αυτή μου φάνηκε το πιο κατάλληλο ξεκίνημα, σημάδι της θηριωδιας του Ναζισμού που θα επακολουθούσε.

«Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η Πολωνία!»Στις 4 Ιανουαρίου 1943, οι Ναζί εκτελούν τον αθλητή του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, Γεώργιο Ιβάνωφ, έναν απο τους μεγαλύτερους σαμποτέρ των Συμμάχων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.Γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1911.Ο πατέρας του ήταν συνταγματάρχης του τσαρικού στρατού. Στη Θεσσαλονίκη ήρθε το 1926 με την Πολωνέζα μητέρα του και τον Έλληνα δεύτερο σύζυγό της. Ως αθλητής του Ηρακλή κατάφερε νίκες σε εσωτερικούς/διεθνείς κολυμβητικούς αγώνες. Σπούδασε γεωπόνος μηχανικός στο Βέλγιο και το 1933 κατέρριψε το πανεπιστημιακό ρεκόρ κολύμβησης του Βελγίου στα 50 μέτρα ελεύθερο με 35΄΄. Πήρε μέρος με την ομάδα του πόλο της A.Z.S. Βαρσοβίας σε διεθνείς αγώνες υδατοσφαίρισης και επιλέχθηκε στην Εθνική Πολωνίας. Ανακηρύχθηκε ως ο καλύτερος παίκτης της Πολωνίας για το έτος 1938.

Με την κατάληψη της Πολωνίας και της Ελλάδας από τους Ναζί πέρασε στην αντίσταση. Μετά απο εκπαίδευση στη Σχολή της S.O.E. (Special Operations Executive) στη Μέση Ανατολή αποβιβάστηκε τον Οκτώβρη του 1941 στην Ελλάδα για να αναλάβει δράση ως σαμποτέρ με τον κωδικό 033Β.

Ύστερα από έντονη δραστηριότητα, σε συνεργασία με αντιστασιακές οργανώσεις, ακολούθησε η σύλληψη του στις 19 Δεκεμβρίου, μετά από προδοσία. Κατόρθωσε να αποδράσει, επικηρύχθηκε για 500.000 δραχμές και στις 29 Δεκεμβρίου αφίσες με τη φωτογραφία του τοιχοκολλήθηκαν σε όλη την Αθήνα.Παρόλο που οι Ναζί τον καταδίωκαν πλέον συστηματικά, συνέχισε την δράση του, μεταδίδοντας με τον πομπό του πληροφορίες και κάνοντας σαμποτάζ.

Την άνοιξη του 1942, είχε φροντίσει να πιάσει δουλειά στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά με το ψευδώνυμο Κυριάκος Παρίσσης. Στις 14 Μαρτίου 1942, μέρα υπογραφής του κατοχικού δανείου μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, ανατίναξε το γερμανικό υποβρύχιο U-133 ένα από τα πρώτα γερμανικά υποβρύχια που είχαν φτάσει στην Σαλαμίνα.

Στις 14 Μαρτίου 1942 κολύμπησε νύχτα από την ακτή του Πειραιά στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας με έναν εκρηκτικό ωρολογιακό μηχανισμό δεμένο γύρω από την μέση του. Ο Ιβάνωφ έβαλε την βόμβα στο U-133 και αυτό ανατινάχθηκε-μετά από περίπου δύο ώρες-και βυθίστηκε μαζί με τα 45 μέλη του πληρώματος του. (*οι πληροφορίες για τη βύθιση του υποβρυχίου προέρχονται από πολωνικά αρχεία, σύμφωνα με την ελληνική έρευνα το U-133 προσέκρουσε σε ελληνική νάρκη).Τον Μάιο του 1942 βύθισε μέσα στο λιμάνι του Πειραιά το ισπανικό ατμόπλοιο «San Isidore» που έκανε λαθρεμπόριο για λογαριασμό των ναζί.Τον ίδιο μήνα κατάφερε να εισχωρήσει, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, που τότε ήταν στρατιωτικό. Μεταμφιεσμένος σε Γερμανό στρατιώτη μπήκε στο αεροδρόμιο, μαζί με τη Γαβριέλλα Μυλωνοπούλου–Τζαβάρα και-κόβοντας τα συρματοπλέγματα-έριξε σε αεροπλάνα και βαρέλια καυσίμων εκρηκτική σκόνη. Στη συνέχεια πυροδότησε με ειδικό μηχανισμό, ανατινάζοντας γερμανικά αεροπλάνα.

Παρόμοια ενέργεια πραγματοποίησε και στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας.Τον Ιούλιο του 1942 προσπάθησε να οργανώσει σχέδιο δολοφονίας του Μουσολίνι, όταν θα επισκεπτόταν την ΑΘήνα, όμως η επίσκεψη ματαιώθηκε.3 Αυγούστου του 1942 τοποθέτησε μαγνητική νάρκη στο υποβρύχιο U-372 προκαλώντας ζημιές με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καταδυθεί. Έτσι βυθίστηκε εύκολα από τους Συμμάχους. Είχε συμβολή και στο μεγάλο σαμποτάζ που πραγματοποιήθηκε από το Εργατικό ΕΑΜ στους κινητήρες των γερμανικών αεροπλάνων στο εργοστάσιο του Μαλτσινιώτη (ΠΥΡΚΑΛ Υμηττού).Ο Ιβάνωφ καθόταν μόνιμα έξω από το εργοστάσιο,από το 1942, σαν ζητιάνος. Έκανε τις επαφές του με τους εργάτες σε μια κοντινή ταβέρνα.Oι εργάτες του ΕΑΜ έριχναν ρινίσματα στους κινητήρες, ρινίσματα σιδήρου, παξιμάδια από βίδες και άλλα μεταλλικά αντικείμενα και στην διάρκεια της πτήσης ο κινητήρας έσπαγε ή πάθαινε εμπλοκή. Σύμφωνα με μια περιγραφή «πήγαιναν το πρωί στη δουλειά τους με το στόμα γεμάτο μεταλλικά θρύμματα. Αυτά τα φυσούσαν (έφτυναν) μέσα στις μηχανές των αεροπλάνων». Μέχρι να καταλάβουν οι Ναζί τι έγινε, πάνω από 400 κινητήρες σαμποταρίστηκαν, με αποτέλεσμα να συντριβούν πολλά αεροσκάφη στην Β.Αφρική. Είναι ενα απο τα μεγαλύτερα σαμποτάζ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.Ο Ιβάνωφ συνελήφθη ξανά, μετά από νέα προδοσία, 8 Σεπτεμβρίου 1942 και αφού το ποσό της επικήρυξης είχε αυξηθεί στα 2 εκ. δραχμές. Καταδικάστηκε τρις εις θάνατον και στις 4 Ιανουαρίου 1943 οδηγήθηκε στο απόσπασμα, με τρεις συνεργάτες του. Κτυπώντας τους δήμιούς του προσπάθησε να δραπετεύσει,αλλά τον έδεσαν, αιμόφυρτο, σ’ ένα στύλο. Πριν πέσει νεκρός πρόλαβε να φωνάξει «Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η Πολωνία!». Ήταν 32 χρονών.

Η μητέρα του έλαβε το 1944 τιμητικό δίπλωμα από τον διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων στην Μεσόγειο Χ.Αλεξάντερ, ενώ το 1962 του απονεμήθηκε παράσημο από τη βρετανική κυβέρνηση.Η Ελλάδα απένειμε το 1976 το «Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας» για τις υπηρεσίες του στην αντίσταση. Στην Πολωνία υπάρχουν δρόμοι/σχολεία με το όνομά του ενώ το 1972 γυρίστηκε ταινία αφιερωμένη στη δράση του στον πόλεμο.Ο αθλητικός σύλλογος του Ηρακλή έχει δώσει το όνομα του σε αγώνες (τα «Ιβανώφεια», κολυμβητικοί αγώνες που έγιναν πρώτη φορά το 1953) και στο γήπεδο του Συλλόγου, «Ιβανώφειο». Το 1985 η πολωνική σοσιαλιστική κυβέρνηση έκανε δώρο στον Ελληνικό λαό το άγαλμα που βρίσκεται στο Πάρκο των Εθνών στην Θεσσαλονίκη. 30 Οκτωβρίου 1985, στην επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης από την γερμανική κατοχή, έγινε η τελετή των αποκαλυπτηρίων. Ένα πολωνικό στρατιωτικό όχημα μετέφερε τον ανδριάντα από την Πολωνία, ενώ πίσω ακολουθούσαν 400 Πολωνοί, που ταξίδευσαν από την Βαρσοβία μέχρι την Θεσσαλονίκη με τα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα για να παραστούν στο γεγονός. Κείμενα στα ελληνικά και πολωνικά είναι χαραγμένα σε μπρούτζινες πλάκες στον ανδριάντα.

#weremember |Προς την Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων του Ολοκαυτώματος |Θυμόμαστε, δεν εκμεταλλευόμαστε |Σφραγισμένα χείλη/The Reader

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.

Μια ταινία μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί σιωπούμε. Γιατί δεν πρέπει να σιωπούμε ποτέ.

Σφραγισμένα χείλη/The Reader

[Ένας μεσήλικας δικηγόρος αναλογίζεται τη σύντομη σχέση που είχε ως δικηγόρος με μια μεγαλύτερη γυναίκα, η οποία οκτώ χρόνια μετά δικάστηκε για εγκλήματα πολέμου των Ναζί.]

«Δεν έχουν σημασία τα συναισθήματα. Σημασία έχει το τι κάνουμε.»

«Δεν έχει σημασία πώς νιώθω. Δεν έχει σημασία τι σκέφτομαι. Οι νεκροί είναι πάντα νεκροί».

«Με ρωτάνε συνέχεια τι έμαθα στα στρατόπεδα. Αλλά τα στρατόπεδα δεν ήταν ψυχοθεραπεία. Τι νομίζετε ότι ήταν; Πανεπιστήμια; Δεν πήγαμε στα στρατόπεδα για να μάθουμε. Πηγαίνετε στο θέατρο, αν ψάχνετε για κάθαρση. Μην ψαχνετε στα στρατόπεδα.»

Δείτε την ταινία εδώ: