Σελιδοδείκτης| Πες του, θα το ξαναδιαβάσω | Πες της , Χρήστος Οικονόμου

Της Μαρίνας Καρτελιά.

Χρήστος Οικονόμου

Πες της

Τελείωσα το Πες της του Χρήστου Οικονόμου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, μέσα σε αναλογικά δυο μέρες. Το άρχισα τη μια και μέχρι το βράδυ είχα φτάσει στα μισά.

Δεν είναι τόσο ότι είναι μικρό. Ούτε ο ρέων χαρακτήρας της πλοκής του βιβλίου. Είναι το λέγειν της ηρωίδας που εργάζεται ως κούριερ {ουφ, είδατε; Απέφυγα το σκόπελο να βάλω γένος στη λέξη, κάτι που απασχολεί τις πρώτες σελίδες, αλλά εγώ σπόιλερ δεν κάμω, θα καταλάβετε τι εννοώ όταν το διαβάσετε}. Είναι ότι αυτή η γυναίκα, που τώρα καταλαβαίνω ότι δεν ξέρουμε το όνομά της και δεν μας απασχολεί, μοιράζεται μαζί μας μέρες από την επαγγελματική της ζωή, αφού μέσα απ΄΄΄’αυτή, ρεπορταζιακά καταγράφει και παρατηρεί τις ζωές των ανθρώπων.

Το μοντάζ και ντεκουπάζ των σκηνών και επεισοδίων, των ανθρώπων και των μικρών ιστοριών τους που διαρκούν όσο και μια παράδοση ή παραλαβή δ΄έματος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, σφιχτό και αποδίδον το σασπενς που μας χρειάζεται. Δεν υπάρχουν κεφάλαια, ούτε ενότητες, η ιστορία είναι γραμμένη ως ρέουσα απ’την αρχή ως το τέλος, αλλά ούτε κι αυτό μας χρειάζεται, αφού η αφηγήτρια ξέρει να κόβει μόνη της τις ιστορίες χωρίς να μπερδευτούμε, τόσο όμορφα και τόσο φυσικά, ώστε προς το τέλος όταν θα ενωθούν τα περιστατικά στη γραφή της, να μπορούμε να συνάγουμε το απαύγασμα, το απόσταγμα και το γιατί.

Οι παράξενοι ήρωες παραλήπτες ή αποστολείς, είναι άνθρωποι που όλοι μας μπορεί να συναντήσουμε αλλά η αφηγήτρια, με την πένα του συγγραφέα καταφέρνει να ρίξει πάνω τους τον προβολέα, να φέρει φως απ’το σκοτάδι μέσα, όπως συχνά λέει.

Δυο φράσεις λάιτ-μοτίβ, επαναλαμβανόμενες δηλαδή ανά τακτά διαστήματα, δίνουν απ’τη μια το στίγμα της κεντρικής ηρωίδας, αυτό του παρατηρητή, κι απ’την άλλη μας ενώνουν αφηγηματικά με την τελευταία ιστορία που είναι και η αρχική του βιβλίου.

Η σοφία που ξεπετάγεται από το αύτανδρο χιούμορ, φ΄έρνει δάκρυ άλλοτε, και την ίδια στιγμή, κελαριστό, πηγαίο, αληθινό γέλιο όπως πριν από πάρα πολύ καιρό, κι αυτό είναι προσόν. Με την κυρία Χρυσοστόμου, μου ήρθε γέλιο έως δακρύων και αντηλαλούσε σ΄’όλα τα βότσαλα της παραλίας. ΄ ‘Αλλοτε πάλι είναι πικρό, καυστικό χιούμορ που σε σημαδεύει καλύτερα από την πιο σοβαρή ή σοβαροφανή ανάλυση.

Με αρχικό στίγμα τη διεύθυνση, την οδό του συμβάντος, ο συγγραφέας αποδεικνύει πόσο όσο ενδεικτική είναι, άλλο τόσο είναι και τυχαία, αφού τα όσα συμβαίνουν θα μπορούσαν να συμβούν οπουδήποτε. Και οποτεδήποτε.

Το θέμα του χώρου απασχολεί τον συγγραφέα όσο και το θέμα του χρόνου. Επομένως το θέμα του θανάτου αντάμα με το θέμα της αγάπης, κυρίαρχα πάντα θέματα της λογοτεχνίας, αποτελούν κι εδώ κι απλώνονται από την αφηγήτρια ως κεφαλαιώδη και ως ρυθμίζοντα τις εξελίξεις και το δρόμο της ζωής.

Ο πόνος, επίσης είναι ένα ζήτημα που απασχολεί. Η απώλεια και πώς τη διαχειρίζονται οι άνθρωποι. Η κοινωνική αντισυμβατικότητα και η συμβατικότητα, η μοναξιά και οι μικρές τραγωδίες που θραύσματα τους ανακαλύπτονται πίσω από κλειστές ή μισάνοιχτες πόρτες.

Συμπερασματικά, ο κόσμος μας περιγράφεται, με απλές λέξεις, με τρανταχτές εικόνες όσο κι απλές, με κινηματογραφικές λεπτομέρειες ενός διευθυντή φωτογραφίας, που δε θέλει να κάνει το Ραν, ή μια επική ταινία, δεν θέλει να φτιάξει ένα ρομαντικό αριστούργημα με τα ειδυλλιακά τοπία. Είναι περισσότερο μια αλμοδοβαρική ματιά, αυτή των κουρελιών που τραγουδάνε ακόμα, έχει πινελιές από τους Αισθηματίες, και την ίδια στιγμή από τους Ατσίδες με τα Μπλε, αλλά και από τις ταινίες του Ντε Σίκα, του Αντονιόνι, στιγμές του Αγγελόπουλου, για να καταλήξει στο Ρόμα ως ατμόσφαιρα, του Κουαρόν.

Η σκηνή από το χωριό ως το σπίτι και η ξιφομαχία στο χιόνι είναι υψηλή κινηματογραφία..

Οι ιστορίες του Χρήστου Οικονόμου έχουν αξία, χρώμα και μουσική. ‘Εχουν και διάρκεια ως αποτύπωμα στη μνήμη. Μένουν. Γι’αυτό, επειδή θέλω να το καλοχωνέψω,

Πες του, το αγάπησα και θα το ξαναδιαβάσω.

ΔΕΊΤΕ εδώ ένα απόσπασμα

Χρήστος Οικονόμου

Πες της

Εκδόσεις Πόλις

#WeRemember | Θυμόμαστε, δεν εκμεταλλευόμαστε | Ξανά στη Σαλονίκη | Λέων Α. Ναρ

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.

ΛΕΩΝ Α. ΝΑΡ

ΞΑΝΑ ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το βιβλίο του Λέοντα Α. Ναρ, από τις εκδόσεις Πόλις, δεν είναι λογοτεχνικό, αλλά συμβάλλει σημαντικά.Για να πιάσουμε το νήμα. Κι αυτό γιατί κλείνει μέσα του τα άλλα που έχουν γραφτεί. Τ

Τιτλοφορείται «Ξανά στη Σαλονίκη (η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο 1945-1946)» και ασχολείται με αυτό που λέει ο τίτλος και ο υπότιτλος : Την επιστροφή των Εβραίων στη γενέθλια πόλη τους και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν γυρίζοντας. Μέσα από ενδελεχή μελέτη, ως αντικείμενο της διδακτορικής έρευνας,στα ντοκουμέντα της εποχής από διάφορες πηγές, των οποίων αντίγραφα υπάρχουν μέσα στο βιβλίο, καταγράφεται η πραγματικότητά τους, η καθημερινότητά τους, όσων επέζησαν και γύρισαν στη Θεσσαλονίκη, προσπαθώντας να μαζέψουν τα κομμάτια μιας διαλυμένης ζωής και να συνεχίσουν, τιμώντας παράλληλα τα αγαπημένα τους πρόσωπα που θανατώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η καταγραφή αυτή είναι προσεκτική και λεπτομερής και γι΄αυτό ματώνει. Προσέχει με ευλάβεια και καταφέρνει με χειρουργική ακρίβεια και στοχοπροσήλωση να είναι αντικειμενική, να βλέπει τα πράγματα από απόσταση και να δώσει την τίμια εικόνα της κατάστασης όπως αποτυπώνεται στα έγγραφα και μαρτυρίες της εποχής. Ξεχώρισα ορισμένα σημεία και τα υπογράμμισα και αυτά σας παραθέτω, συστήνοντάς σας ανεπιφύλακτα την ανάγνωσή του.Εμένα μου ξεκλείδωσε πολλά, με ενημέρωσε για πράγματα που δεν ήξερα ότι έχουν συντελεστεί, μια και για τους Εβραίους και ειδικά της Σαλονίκης, για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο δε μιλούσε κανείς.

Στη σημερινή πραγματικότητα, όπου το τοπίο αλλάζει, αλλά παρουσιάζονται και κρούσματα βεβήλωσης του μνημείου με πρωτοφανή σκληρότητα, έχουμε χρέος να γνωρίζουμε και να θυμόμαστε. Το βιβλίο που έγραψε με πολλή φροντίδα ο Λέων Ναρ, βοηθάει ουσιαστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί όπως σημειώνει στον επίλογο

«Η κοινωνία δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει το μέγεθος και τη σημασία της λεηλασίας».

«Τα γεγονότα έδειχναν ότι η υπόμνηση της μνήμης μιας πληθυσμιακά συρρικνωμένης Κοινότητας, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί καθήκον όχι μόνο των μελών και της ηγεσίας της, αλλά κεφάλαιο της εθνικής συλλογικής μνήμης, ήταν μηδαμινή».

«΄Ενα ακόμη θέμα το οποίο έθιγε το ίδιο υπόμνημα ήταν η κατάργηση του αντισημιτικού νόμου 205, ο οποίος εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής».

«Η ιστορική αυτογνωσία προϋποθέτει σίγουρα θαρραλέα οπτική.»

«Οι Ισραηλίτες ΄Ελληνες πολίτες, οι οποίοι είχαν υποστεί τον πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά διωγμό δεν κατέστη δυνατόν να αναλάβουν την περιουσία που τους ανήκε και την οποία στερήθηκαν κατ΄ακολουθία γερμανικών διαταγών και νόμων ελληνικών, οι οποίοι δεν έπρεπε να υφίστανται ακόμη».

«Στις 23 Μαρτίου 1946, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να επαναφέρει τα ισραηλιτικά ονόματα των οδών της πόλης και να δώσει σε δύο οδούς της πόλης τα ονόματα του συνταγματάρχη Φριζή και του ποιητή Γιοσέφ Ελιγιά».

«Η UNRA χορηγούσε μερικά φάρμακα και τα υπόλοιπα οι ασθενείς τα προμηθεύονταν από τα φαρμακεία Ασσέρ και Γαλλικόν».

«Σε διάστημα δεκατριών μηνών, ο αρχικός αριθμός των 7 φυματικών έφτασε τους 37 και από αυτούς οι 30 ήταν πρώην όμηροι, δηλαδή οι φυματικοί αυξάνονταν κατά δύο ανά μήνα. Η μεγάλη πλειοψηφία ήταν πρώην όμηροι και αυτό ήτα απόλυτα φυσικό για τους ανθρώπους που είχαν σωθεί από τα στρατόπεδα εξόντωσης και δεν ήταν δυνατόν να αντέξουν, εξαντλημένοι όπως ήταν, στις κακουχίες που αντιμετώπιζαν.»

«Ο Γυμναστικός Σύλλογος Μακαμπή την προπολεμική περίοδο είχε «σφυρηλατήσει στο γυμναστήριό του άνδρες με γερά σώματα και είχε προσφέρει στο αλβανικό έπος πενήντα ηρωικούς νεκρούς και ογδόντα περίπου τραυματίες. […] Είχε «πολλά μέλη που είχαν πάρει τον δρόμο της τιμής και του αγώνα στο αντάρτικο, στη Μέση Ανατολή, στο Ελ Αλαμέιν και στο Ρίμινι.»

«Αυτή ήταν η εικόνα της Κοινότητας το 1945. Μια Κοινότητας αμήχανης, μουδιασμένης, απόλυτα κλυδωνισμένης, μιας ομάδας ανθρώπων που προσπαθούσε να αναδυθεί από το απόλυτο μηδέν. Αναμετρώντας αποδεκατισμένη τις πληγές της, κατέβαλλε με δέος φιλότιμες και εξακολουθητικές προσπάθειες, […] πιέζοντας τους επίσημους φορείς να συντρέξουν το έργο της να αποκαταστήσει τις ανατιναγμένες και συλημένες Συναγωγές της, τα κατεστραμμένα σχολεία και τους γκρεμισμένους συνοικισμούς της.»

«Πολλοί από όσους γύρισαν από τα ναζιστικά στρατόπεδα είχαν την ευκαιρία να σταθούν στην επιστροφή τους σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Τους προσφέρονταν παντού δουλειά, σπίτι, με δεδομένη την κατανόηση της συμφοράς τους, ακόμα και υπηκοότητα, για να μείνουν. «Kανείς δεν έμεινε. ΄Ενας-δυο σποραδικά και πού, στην παμψηφία τους βιάζονται να πατήσουν μια ώρα αρχύτερα το χώμα της πατρίδας τους».

΄Εχουν περάσει χρόνια απ΄όταν ήρθε στα χέραι μου αυτό το βιβλίο, μα πάντα θα ανατρέχω, τουλάχιστον στη διάρκεια του μήνα Γενάρη, αλλά και άλλες φορές, όταν θα βρίσκομαι σε άλλα βιβλία, που μιλάνε για την συγκεκριμένη πληγή, για την ανάσα της πόλης που ακούγεται να βγαίνει απ΄τα ιερά μάρμαρα της μνήμης των Εβραίων που χάθηκαν και σήμερα βρίσκονται σκορπισμένα στις γωνιές της πόλης. Κάθε φορά που πάω στη Σαλονίκη, ακούω αυτές τις μυστικές φωνές που ζητούν αποκατάσταση, και θυμάμαι το μαύρο τοίχο με τα ονόματά τους στο Εβραϊκό Μουσείο, με στοιχειώνει αλλά και με πεισμώνει εξακολουθητικά η αναγραφόμενη εκεί φράση:

Η καταμέτρηση συνεχίζεται….

Ακούστε στο 0:33 τον ίδιο τον συγγραφέα να μιλάει για το βιβλίο του, ή παρακολουθήστε από κοντά το σχετικό με την Ημέρα Μνήμης σεμινάριο του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης στις 25 Ιανουαρίου 2023 με θέμα «Η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης από το Μεσοπόλεμο στο Ολοκαύτωμα: Ιστορία, Λογοτεχνία και η διδακτική της αξιοποίηση στο οποίο συμμετέχει ο συγγραφέας Λεων Α. Ναρ και μιλά για το βιβλίο και το θέμα.

Ξανά στη Σαλονίκη,

Λέων Α. Ναρ,

Εκδόσεις Πόλις.

Ο Λέων Α. Ναρ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Νεοελληνικής Φιλολογίας, Βιβλιολογίας και Διδακτικής της Λογοτεχνίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο (2000), ενώ το 2007 αναγορεύτηκε Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας. Τον Νοέμβριο του 2015 έγινε δεκτός ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και τον Δεκέμβριο του 2017 ολοκλήρωσε την μεταδιδακτορική του έρευνα.Το 2007 εξέδωσε (σε συνεργασία με τον Γιώργο Αναστασιάδη και τον Χρήστο Ράπτη) το βιβλίο Εγώ ο εγγονός ενός Έλληνα, η Θεσσαλονίκη του Νικολά Σαρκοζί[1], (Καστανιώτης) το οποίο μεταφράστηκε και στα γαλλικά. Το 2009 εκδόθηκε το δίτομο έργο του Ναρ με τίτλο Γιωσέφ Ελιγιά, Άπαντα[2] (Γαβριηλίδης), ενώ την ίδια χρονιά επιμελήθηκε το επετειακό λεύκωμα 25 χρόνια Ιανός[3]. Το 2011 κυκλοφόρησε το δίγλωσσο (σε ελληνική και αγγλική γλώσσα) βιβλίο του με τίτλο Το μέλλον του παρελθόντος, Θεσσαλονίκη 1912-2012[4] (Καπόν), (με φωτογραφίες του Γιώργη Γερόλυμπου), και η μελέτη Ισραηλίτες Βουλευτές στο Ελληνικό Κοινοβούλιο[5] που επιμελήθηκε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. Το 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο Το παιχνίδι της εξέδρας σχολιασμένα συνθήματα από τα ελληνικά γήπεδα[6] (Μεταίχμιο).Το 2017 κυκλοφόρησε (Ευρασία) το θεατρικό έργο του «Δεν σε ξέχασα ποτέ»[7] (μαζί με cd των σεφαραδίτικων τραγουδιών της ομώνυμης παράστασης) που ανέβηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2017[8]. Το 2018 κυκλοφόρησε το βιβλίο Ξανά στη Σαλονίκη. Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο (1945-46)[9][10] από τις εκδόσεις Πόλις. Κείμενά του, επίσης, έχουν δημοσιευτεί σε 8 συλλογικούς τόμους.

Στη συνέχεια, κυκλοφόρησαν δυο πονήματα σχετικά με τα σεφαραδίτικα τραγούδια της Θεσσαλονίκης, το «I REMEMBER, ΘΥΜΑΜΑΙ» τρίγλωσση έκδοση (ελληνικά, αγγλικά, ισπανοεβραϊκά) βιβλίου/CD που βασίζεται στο μουσικό αρχείο του Αλμπέρτου Ναρ, με επιμέλεια του Λέων Α.Ναρ, όπου επιζώντες του Ολοκαυτώματος τραγουδούν σεφαραδίτικα τραγούδια, (2020) και Τα τραγούδια μας. Aνθολογία σεφαραδίτικων τραγουδιών της Θεσσαλονίκης» ανθολόγηση του σχετικού προσωπικού αρχείου συλλογής σεφαραδίτικων παραδοσιακών τραγουδιών που συγκέντρωσε ο Αλμπέρος Ναρ (2021) και τα δυο από τις εκδόσεις Ιανός.

Το 2022 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, το βιβλίο του για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου «Να βρω ξανά του Νήματος την άκρη….», σχεδίασμα ποιητικής βιογραφίας του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ενώ σε λίγες μέρες ανεβαίνει το καινούργιο του θεατρικό έργο «LIVE STREAMING» στο θέατρο Faust, σε σκηνοθεσία Αντώνη Καραγιάννη.

Σελιδοδείκτης | Γκουανό | Γιώργος Γκόζης

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά

Γκουανό

Γιώργος Γκόζης

Καταπιάνομαι να γράψω γρήγορα για το βιβλίο αυτό, μη μου ξεφύγει τίποτε. Μη μου ξεφύγει αυτή η αύρα του η ταξιδιάρικη, στη διαδρομή όμως ενός αίματος αδικοχυμένου.

Η νουβέλα αυτή που ήρθε στα χέρια μου χωρίς να την επιδιώξω, τίποτε δε χρωστά στη συγκίνηση της προηγούμενης παρουσίασης. Είναι αυτόφωτη, με φως ολόδικό της, ατμόσφαιρα περιηγητική και καλοπλεγμένες ιστορίες που απλώνουν τα πλοκάμια της.

Ο ξεριζωμός, η προσφυγιά και η γλώσσα της. Αυτό θα έβαζα ως υπότιτλο, όταν όμως είναι διηγημένη από κάποιον που καλά κρατεί τα εργαλεία τους. Είτε από βίωμα που φαίνεται γιατί σκάει αύτανδρο πίσω απ΄τις γραμμές, είτε από ικανότητα χειρισμού των λέξεων, τη γλωσσοπλαστική και την κληρονομική εκείνη ιδιότητα που η γλώσσα ηδονικά παρέχει στο Γιώργο Γκόζη, αποτέλεσμα μελέτης και ενασχόλησης που ενώ φαίνεται αβίαστο, καταλαβαίνουμε ότι εμπεριέχεται στο χειρισμό της. «Μόνο αν σου αρέσουν όμως. ΄Οχι αν σου χρειάζονται».

Γιατί πώς αλλιώς να δένουν έτσι ηδονικά οι ντοπιολαλιές, τα ιδιώματα τα τοπικά, η μορφωτική επίδραση στη χρήση των λέξεων και στην καταγραφή των αναμνήσεων, έτσι που, όποια και αν είναι η φωνή απ΄τις πολλές των αφηγητών της νουβέλας, να μας παίρνει μαζί της εξίσου; Να μας χώνει στις ιστορίες, όχι ως αναγνώστες απλά, αλλά ως πολεμικούς ανταποκριτές, παρατηρητές καταγραφής μνήμης, λογοτεχνικούς ληξίαρχους. «Ταξιδεύει η μνήμη μέσα από το κρασί σαν το αίμα μέσα στη φλέβα.»

Η διαδρομή του αίματος έχει επίσης θεματογραφική ταυτότητα. Η περιγραφή έχει θέση. Επιλέγει τις ιστορικές στιγμές με συναίσθημα, τις καταγράφει ιστορικά αλλά τις ντύνει με το αποτύπωμά της στον άνθρωπο. Στον κάτοικο. Στον πρόσφυγα. Στο παιδί, στον ενήλικα. Ντύνει το αίμα με μυρωδιές, αρώματα, οι αναμνήσεις έχουν χρώματα, είναι καρφιά που πονάνε, έχουν αποδοχή, αλλά όχι συμβιβασμό.

Το πολυκομποστοποιημένο γκουανό, είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς ενασχόλησης και φροντίδας. Η ηδονική διαδρομή μέσα στις λέξεις έχει σεβασμό απέραντο για το κορμί της. Για την γενετική καταβολή και εξέλιξή τους στους αιώνες και στις χώρες. Τα ορφανεμένα συναισθήματα είναι δυνατά, κι οι ορφανεμένοι άνθρωποι είναι λεβέντικες οντότητες, αν και ιστορικά θύματα.

Η κοινοτοπία του κακού νικά; Μα όχι, γιατί η μνήμη ουσίας, η κληρονομιά των νυχτερίδων επιστρέφει δυνατή και κυριαρχεί στις κακουχίες. Συνταγογραφήθηκαν χαρτομάντηλα, αρχικώς γερμανικής φίρμας, για την αντιμετώπιση της ανάγνωσης αυτής. Αλλά δεν κρίθηκαν απαραίτητα τελικώς.

Τα δάκρυα, υπερήφανα, πότισαν, λέξεις, γραμμές, σελίδες, υφάσματα επιπλώσεων, ρούχα. ΄Εγιναν το πιο θρεπτικό γκουανό σε μια «πυρίκαυστο διαδρομή» υπηρετημένη μέχρι τέλους στο όνομα της αλήθειας. Στο όνομα της Αγάπης με την αγιολογική έννοια που ο συγγραφέας ξέρει να μεταδίδει με τη γραφή του. Να ενσταλάζει μέσα σ΄αυτήν. Από το Γκουανό, ως τη Θραύση Κρυστάλλων κι από κει στο Ζαφείρη, μη φοβάσαι, Πάρε μια βέσπα. Με πίστη στο Μητερικό της Θράκης, ασφαλώς.

Ψάχνεις, λέει, για σπάνιες λέξεις και φράσεις στις συνταγές των φαρμακοποιών: Η κατάποσις του βλωμού. Το ρινικόν εκνέφωμα.Η απρόχρεμψις. Ο κνησμός. Η γέλη. Μα σε καταλαβαίνω κι ας μην ξέρω γράμματα. Θέλεις να κατέχεις τις λέξεις. Να τις λύνεις και να τις δένεις. Να τις κάνεις κομμάτια και να τις συναρμολογείς ξανά, αλλά με άλλο τρόπο. Να τους δίνεις νέο νόημα. Να τις κρατάς εσύ από το χαλινάρι, όπως οι άντρες του τόπου μας το άλογο από τα γκέμια. Να ξέρεις πώς γράφεται ολογράφως το κάθε γράμμα της αλφαβήτας. Να γνωρίζεις τη σημασία του κάθε σημείου στίξης, της κάθε συλλαβής. Και να είναι αυτή η ελευθερία σου: Να ορίζεις εσύ τον κάθε τόνο, το κάθε παράταιρο σχήμα λόγου.

{Ο Ζαφείρης με τη βέσπα του είχε ήδη υπάρξει Γκουανό.}

Γκουανό

Γιώργος Γκόζης

Εκδόσεις Πόλις

Σελιδοδείκτης | Ο νυχτερινός δρόμος | Laird Hunt

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά

Ο νυχτερινός δρόμος

Laird Hunt

Αφοπλιστική πένα, σαν τα καλά ξυμένα μολύβια όπλα της αρχής, η γραφή του Χαντ εξηγεί σε τρεις αράδες και μπαίνει στο ψητό απ΄την αρχή χωρίς να μασά τα λόγια με τι θα καταπιαστεί. Πατριαρχία, επαγγελματικός εκφοβισμός, χειρισμός ανθρώπου από άνθρωπο, ρατσισμός και φυλετική βία, με μερικές λέξεις μπαίνουν στο κάδρο όλα, με αφοπλιστική αμεσότητα.

Και με το λεκτικό και την ωμή γλώσσα που νιώθω πως όντως θα μιλούσε ένας έγχρωμος για την πραγματικότητά του. Είναι σχεδόν σαν ραπ στίχοι, είτε πρόκειται για τη δεκαετία του 30 όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, είτε για το 2022.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η προσέγγιση επομένως, ρουφιέται άνετα από την πρώτη αράδα.

Τρομερή οργουελική αποτύπωση πριν τη Φάρμα των Ζώων, αν και η σκέψη της ηρωίδας προηγείται χρονολογικά του διάσημου μυθιστορήματος η σκηνή με το γουρούνι και η απεύθυνση σε προσωπικό τόνο:

«Θες κάτι να μου πεις, ε; Θες να μου πεις πράγματα γι΄αυτόν τον κόσμο ή τον δικό σου. Για τον κόσμο τον μακρινό. ΄Εχεις πράγματα να πεις για μένα, το βλέπω. ΄Ασχημα πράγματα. Να μου τα ψιθυρίσεις και μετά να μου φας τ΄αυτί. Να μου κόψεις στα δυο το κεφάλι. Να ξαπλωθείς πάνω μου και να βουλιάξεις στον κτηνώδη ύπνο σου.

Ποιο είναι άραγε, στ΄αλήθεια, το γουρούνι;

Διαβάστε το οπωσδήποτε.

Ο Νυχτερινος Δρόμος

Laird Hunt

Εκδόσεις Πόλις

Σελιδοδείκτης | Αυτές | Ευγενία Μπογιάνου | Εκδόσεις Πόλις

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.

Ευγενία Μπογιάνου

Αυτές

Οι Αυτές της Ευγενίας Μπογιάνου, που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πόλις, είναι εικοσιτέσσερις ηρωίδες, όσες και τα γράμματα του αλφαβήτου που μας συστήνονται μόνο με το αρχικό τους, μια και όπως λέει η συγγραφέας, δεν έχει σημασία πώς λέγονται, θα μπορούσαν να είναι κάθε γυναίκα, όλες μας μαζί, ή οι καταστάσεις που αντιμετωπίζουν. Γιατί πράγματι, το πλαίσιο της κάθε ιστορίας είναι βέβαιο ότι κάπου το έχουμε συναντήσει, ή βιώσει κι εμείς, με ή χωρίς τη χρονολογική σειρά που επίσης τηρείται στην παράθεση των ιστοριών, από την παιδική ηλικία ως τα γηρατειά και το τέλος της ζωής, το θάνατο.

Είναι όλες θελκτικές, γιατί οι ιστορίες όπως είπαμε, είναι κοινές, καθημερινές, περιγράφουν γεγονότα που μας έχουν ή θα μπορούσαν να μας έχουν συμβεί. ΄Η έχουν συμβει σε ανθρώπους που γνωρίζουμε. ΄Ετσι, καταφέρνουμε όπως και νάχει να συνδεθούμε από την πρώτη κιόλας ώρα με τις ηρωίδες, με τις διαδρομές τους, με τα ζητούμενα τους.

Οι ηρωίδες της Ευγενίας Μπογιάνου, με τη δωρική γραφή της και την πλοκή που περίτεχνα στήνει, μας παρουσιάζονται με αδρά χρώματα και χαρακτηριστικά. Αλλά παρότι η περιγραφή είναι συμπτυγμένη, είναι μεστή. Οι λέξεις της συγγραφέα, άμεσες και κατανοητές. Τίποτε δεν είναι βαθυστόχαστο ή δυσνόητο εδώ. Παρόλη την απλότητα όμως, ή καλύτερα ακριβώς χάρη σ΄αυτήν, η αμεσότητα των νοημάτων είναι καταιγιστική και μας φτάνει κατευθείαν.

Οι ηρωίδες εδώ, ή καλύτερα οι χαρακτήρες που είναι θαυμαστό πώς σκιαγραφούνται σε τόσο μικρή φόρμα, με τόσο λίγες λέξεις, ανοίγουν την αυλαία της παρουσίας τους χάρη σε μια κατάσταση, ένα γεγονός, ένα συμβάν που λαμβάνει χώρα. Μαθαίνουμε γι΄αυτές και την κοσμοθεωρία τους, τα θέλω τους, τα αιτήματα, τους πόθους, σε ελάχιστο χρόνο. Είναι γυναίκες που θέλουν να αυτοπροσδιοριστούν κι ας είναι κι η πρώτη τους φορά. Που ξέρουν τι θέλουν και τι ονειρεύονται, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά βρίσκονται απ΄την κατάκτηση των στόχων ή των προσδοκιών τους. Ποτέ όμως δεν μένουν τελικά αδρανείς. ΄Ενα σπίρτο έμπνευσης της συγγραφέα, ένα προωθητικό υλικό απογείωσης της πλοκής και προσπέλασης της πραγματικότητας στα ορια του φαντασιακού ή φανταστικού αν θέλετε, – η συγγραφέας δεν «εγκλωβίζεται» σε όρια, όρους και ορολογίες – αρκεί για να δώσει τη λύση, την κάθαρση, ή έστω την ηρωική έξοδο. ΄Η είσοδο. Πάλι όπως θέλετε πείτε το, ή πάρτε το.

Τα γραπτά αποπνέουν συνελόντι ειπείν μια ελευθερία πνεύματος που διατρέχει τις ιστορίες και τις ηρωίδες. Δεν υπακούουν σε εξωτερικούς κανόνες, δεν υπομένουν μοιρολατρικά δεν συμβιβάζονται με φόρμες ή νόρμες. Η δωρικότητα των κειμένων συνυπάρχει με την ποιητικότητα, τα πεζά σε σημεία είναι ολοκληρωμένα ποιήματα. ΄Οχι όμως με μια λυρικότητα αφελή, ή ένα ντεμέκ μελό εκβίασης συναισθημάτων. Είναι νέτη, καθαρή ποιητικότητα και θυμίζει φρέσκια ποιητική φλανεριά που συναντάμε στις μέρες μας σε συλλογές.

Τα συναισθήματα… Α, τα συναισθήματα! Και οι έννοιες. Κυρίως θηλυκού γένους, είναι παντοδύναμες. Γίνονται χαρακτήρες των ιστοριών και κατευθύνουν, στοιχειώνουν ή δαμάζουν τις ηρωίδες. Καθορίζουν την εξέλιξη της διαδρομής τους. Συγκρούονται μεταξύ τους με άλλες έννοιες και συναισθήματα, και μάχονται για την τελική επικράτηση της μιας, πάνω στην ηρωίδα. Γίνονται ρυθμιστές και προσωποιούνται αριστοτεχνικά από την συγγραφέα Ευγενία Μπογιάνου για να δώσουν την κάθαρση. Για να κεντρίσουν τις ηρωίδες να μετακινηθούν, να σκεφτούν, να αλλάξουν πορεία. Είναι θαυμάσιο το πώς το πετυχαίνει η συγγραφέας, κι αυτό σας αφήνω να το διαπιστώσετε με τα δικά σας μάτια.

Τα δικά μου δάκρυσαν αρκετές φορές, ξεχώρισα τρεις ή τέσσερις ηρωίδες, αυτές που συνάντησα στη Φωνή από Πέτρες, στο εξαίσιο Δημιούργημα Αλμύρας που έχω αποτυπώσει ήδη ηχητικά, και βέβαια η ιστορία της Θ. και της Ω. διαμάντια πελεκημένα του πυρήνα μου βαθιά που τα φυλώ με ευγνωμοσύνη. Αυτήν που έχουμε όταν νιώθουμε ότι η συγγραφέας μίλησε για μας. ΄Η ως εκπρόσωπός μας.

΄Οσο διάβαζα τα διηγήματα τα έβλεπα να ζωντανεύουν μπροστά μου με όλα τα χρώματα, τους ήχους τις μουσικές και τις λεπτομέρειές τους. Και σκέφτηκα, τι όμορφο θα ήταν να γυρίζονταν ως μικρές τηλεταινίες, ακίδες πειράγματος της καθημερινότητας, κεντρίσματα της λείας επιφάνειας της ζωής μας, μικρά ποιήματα ως είναι, με σύντομη αρχή, μέση και τέλος. Περιεκτικά, χυμώδη και στιγμιαία.

΄Οπως η καλή λογοτεχνία.

΄Οπως τα απόσταγματα ευτυχίας.

΄Οπως αυτή που θέλαμε ζωή.

Αυτές

Ευγενία Μπογιάνου

Εκδόσεις Πόλις

Η συλλογή διηγημάτων Αυτές της Ευγενίας Μπογιάνου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, θα παρουσιαστεί την 1η Νοεμβρίου στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει. Λεπτομέρειες εδώ:

Σελιδοδείκτης | Δέρμα | Βίβιαν Στεργίου

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.

Δέρμα

Βίβιαν Στεργίου

Μόλις χτες βράδυ τελείωσα την ανάγνωση αυτού του σπουδαίου βιβλίου. Μόλις τώρα τελείωσα την αφήγηση ενός κομματιού που θεωρώ θεϊκό, προς το τέλος, από το διήγημα «Γυναικολογικός Υπέρηχος», στο Δέρμα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. ΄Οταν ήμουν στη μέση, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μια απ΄τις πρώτες παρουσιάσεις και να γίνω μάρτυρας στις συζητήσεις που το ίδιο ήδη είχε ανοίξει απ΄την ώρα που πρωτοδιαβάστηκε.

Κοντολογίς, επί μήνες, κουβαλούσα το Δέρμα μαζί μου, και με έφερε. Σαν δεύτερο δέρμα αρνιόμουν να το αφήσω, να το τελειώσω, να του επιτρέψω να ξεκολλήσει από πάνω μου. Χρειαζόμουν την αλήθεια του, τον αυθορμητισμό του, τη μοναξιά, την απαξίωση των πάντων για να αλλάξουν, μέσα απ΄τη γραφή. Μέσα απ΄τη ζωή.

Η συλλογή διηγημάτων που αποτελεί το Δέρμα, δένεται με ένα αόρατο στην αρχή, ορατό στη συνέχεια, ξεκάθαρο όσο βαίνει ο αναγνώστης προς το τέλος. Είναι ένα σκοινί τραχύ, με ξέφτια, απ΄αυτά που είχαμε μικροί και όταν πετούσαμε αετό μας πλήγιαζαν τα δάχτυλα, στις κλειδώσεις. Το Δέρμα είναι αποφασισμένο να τα πει κι ας πονέσεις. Να πετάξεις αφού σου πει πόσο επικίνδυνα είναι, πόσο μόνο νιώθει, πόσο εγκλωβισμένο έχει υπάρξει. Είναι η φωνή του τέτοια.

Φωνή ενός μιλλένιουμ, δηλαδή ενός ενήλικα γεννημένου αυτόν τον αιώνα, ή λίγο πριν το τέλος του προηγούμενου. Και σου πετάει την αλήθεια του σκασμένο. Στα μούτρα. Πάρε να ΄χεις. Δεν στρογγυλοποιεί, δεν ωραιοποιεί, δεν σου τα φέρνει με τρόπο. Είναι η φωνή του ενήλικα που ξενιτεύτηκε, αυτού που αναγκάστηκε ή νόμισε ή ονειρεύτηκε έναν καλύτερο κόσμο και διαψεύδεται. Aυτ@ που ζει στην ιντερνετική πραγματικότητα και στην πραγματική ζωή σε αέναη αλληλεπίδραση.

Είναι η φωνή όλων των εφήβων ή κάπου από τα 20 και μετά, που δε μιλάνε κι εσύ νομίζεις πως δεν έχουν και κάτι να πουν. Ω, έχουν και παραέχουν. Και είναι αυτή η εικόνα του κόσμου που τους φτιάξαμε, η κοινωνία όπως την αντιλαμβάνονται. Και την έχουν αντιληφθεί μέχρι κεραίας. Με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Ξέρουν καλά τη θέση της γυναίκας στη ζούγκλα της αγοράς, τη θέση του εργαζόμενου πτυχιούχου στην εκμετάλλευση του καπιταλισμού, την απαξίωση των πτυχίων, τον ρατσισμό, τον φασισμό, την ξενοφοβία. Ξέρουν καλά τα πατώματα, τις παγίδες, την ομορφιά του έρωτα. Το μεγαλείο της αγάπης, τη ζεστασιά της γονεϊκής αγκαλιάς. Την ανάγκη της ρίζας.

΄Ολα τα έχουν καταλάβει. Και τα συμπλέγματα των γονιών, και τα δικά τους αδιέξοδα, τις προσδοκίες που τους φόρτωσαν και αδυνατούν ή απλά αρνούνται να εκπληρώσουν. Γιατί πολύ απλά προηγούνται οι δικές τους. Η γραφή της Βίβιαν Στεργίου, είναι γροθιά στο στομάχι. Είναι γραφή διαβασμένη με πολλά βιβλία, αλλά απλή. Καθημερινή. Εξονυχιστικά άμεση. Τόσο, που σε στιγμές σου κόβει την ανάσα με την αλήθεια της, και τη λεπτομέρεια των περιγραφών.

Η γραφή του Δέρματος είναι επίσης ταξίδι σε χώρες και κουλτούρες. Σε προορισμούς που εγγράφονται με την καλαισθησία και την οδύνη της δερματοστιξίας, όπως αρμόζει. ΄Οχι με την μορφή του περιηγητή ή του τουρίστα. Αλλά του πλάνηττα, του επιζώντα απ΄την επίδραση του τόπου.

Οι ιστορίες περιέχουν αδιέξοδους ήρωες, αλλά εξαιρετικά καθημερινούς. Τύπους ή τύπισσες που έχεις δει να περπατάνε στο δρόμο, που τους έχει συναντήσει σε κοινωνικές συναναστροφές. Που τους είχες λατρέψει ή μισήσει, αλλά δεν είχες σταθεί ποτέ ν΄ακούσεις την έσω τους φωνή, κι η Στεργίου τώρα τους δίνει βήμα. Με όση φρίκη ή εξύψωση κι αν εμπεριέχεται σ΄αυτό. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιεί την πρωτοπρόσωπη γραφή κι έτσι η επίδραση του ήρωα πάνω στον αναγνώστη καθίσταται καταιγιστική. ΄Αλλες πάλι γίνεται το πρόσωπο που μιλά για τον ήρωα ή την ηρωίδα, κι η διεισδυτικότητα του αφηγητή στη σκέψη του ήρωα και στην ψυχοσύνθεσή του είναι συγκλονιστικής αμεσότητας.

Δεν πρέπει να βιαστείς να το διαβάσεις. Σου αρμόζει να σταθείς να το αντιμετωπίσεις. Ειδικά αν είσαι γονιός με παιδί στην ηλικία της συγγραφέα περίπου, θα μάθεις πολλά. Θα αναγνωρίσεις με δάκρυ ή χαμόγελο άλλα. Με περισσή πίκρα θα πάρεις την πίκρα των «παιδιών» ολόκληρη. ΄Ετσι γιατί πρέπει επιτέλους να αντέξουμε ν΄ακούμε.

Νομίζω αυτό θα κάνει πολλούς να ταυτιστούν. Το γεγονός ότι η Βίβιαν Στεργίου καταφέρνει να κάνει τη φωνή της φωνή πολλών. ΄Οσων δεν είχαν μιλήσει και δεν ήξεραν πώς να τα πουν, και η συγγραφέας τα λέει έτσι ακριβώς όπως ήθελαν. Και είναι η σωστή ώρα, γιατί στην πόλη επιτέλους όλοι

Μιλάνε.

Το βιβλίο αυτό, θα σας συναρπάσει και θα σας ξεβολέψει και θα σας κάνει πλουσιότερους. ΄Ετσι όπως μόνο τα καλά βιβλία ξέρουν να κάνουν. Θα σας κάνει επίσης να γκουγκλάρετε ταξίδια. Να ονειρευτείτε τον κόσμο μέσα απ΄τα μάτια ενός νεαρού ενήλικα που ξέρει πολύ καλά τι θέλει, τι σκέφτεται και τι νιώθει. Δεν θα σας δώσει απαντήσεις, θα σας βάλει ερωτήματα που ίσως δεν σας είχαν περάσει απ΄το μυαλό, ή τα ξέρατε και προσπερνούσατε.

Και την επόμενη φορά που θα θελήσετε ν΄αρχίσετε μια φράση «Οι νέοι σήμερα….» θα το σκεφτείτε δυο φορές.

΄Οσο για μένα, αν ισχύουν τα μισά για το δικό μου παιδί, απ΄όσα νιώθονται και λέγονται και αντιμετωπίζονται σ΄αυτό το λαμπρό βιβλίο, δυο πράγματα σκέφτομαι:

Πρώτον, έχω κάνει καλή δουλειά.

Δεύτερον, έχω πολλή δουλειά ακόμα.

Δείτε ένα απόσπασμα του βιβλίου, εδώ:

Δέρμα

Βίβιαν Στεργίου

Εκδόσεις Πόλις

Σελιδοδείκτης | Τα κίτρινα σταράκια | Κώστας Καναβούρης | Αμνός | Χτες, στο Ζάτοπεκ

Της Μαρίνας Καρτελιά.

Κώστας Καναβούρης

Αμνός

΄Ενα παιδί με κίτρινα σταράκια μαθαίνει ταγκό, στην αγκαλιά της μάνας, στη φυλακή. Αυτό όμως είναι σπίτι. Και πώς γίνεται; Με ζουμ; Με βιντεοκλήση; ΄Οχι, δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα.

Γίνεται μες στο ποίημα. Φοράει τα κίτρινα σταράκια και παίρνει βήμα. Φωνή σταθερή, βαθιά, εκφραστική. ΄Οταν μιλάει, κάνει πολιτική. ΄Οταν βάζει μουσική, είναι πολιτική. ΄Οταν γράφει, ζει την πολιτική την ίδια. Συγκινεί η φωνή. Μας βάζει στο ποίημα, γινόμαστε το ποίημα. Εκείνος είναι όλοι. Είμαστε εκείνος.

Η νύχτα πέφτει, ο καιρός δροσίζει, το δάκρυ στέκεται στην άκρη του ματιού. ΄Ερχεται το γράμμα της μάνας από τη φυλακή. Υπογράφουμε την αίτηση. Αυτή που επισυνάπτεται στον Αμνό. Στήνουμε σβέρκο. Η θυσία είναι οικειοθελής, αυτόφωτη, μοιάζει ο μόνος δρόμος προς την Ελευθερία.

Ο Κώστας Καναβούρης διαβάζει τον επίλογο, κρατά τα κλειδιά της φυλακής και ξεκλειδώνει ένα ένα τα κελιά μας. Είμαστε ελεύθεροι.

Το ποίημα μας περιέχει. Είμαστε το λευκό χαρτί. Δεν έχουμε πια ερωτήσεις, οι απαντήσεις είναι δοσμένες. Και είναι όλες εκεί.

Κώστας Καναβούρης

Αμνός

Εκδόσεις Πόλις

Σελιδοδείκτης | Γκράχαμ Γκρην, Καμένο Χαρτί| Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

Της Μαρίνας Καρτελιά.

Φωτογραφία: Μόνικα Κρητικού

Τόσο μεγάλη θλίψη στον αποχωρισμό ενός τόσο σπουδαίου βιβλιου… Ενός βιβλίου που μιλά ανοιχτά για το Τραύμα σε μια εποχή που ο κόσμος όλος εξετάζει το ίδιο το Τραύμα να δει αν υπάρχει. ΄Οπως η Πίστη, στο Θεό, ή στη ζωή ή στην Αγάπη, ή σε κάτι που σε κρατά ζωντανό. Κι όχι απλό επιζώντα.

Μπήκα κι εγώ συντροφιά στην αναζήτηση του ήρωα για το Πεντελέ του, το μαγικό αυτό μέρος ή αίσθημα που σε ολοκληρώνει, που δίνει νόημα, αυτό που τελικά σε κρατά στη ζωή ή σε γεμίζει θλίψη, όπως τον Ντέο Γκράτιας, τον μπόη δίχως άκρα, δίχως άκρη….

Ο Γκραχαμ Γκρην μας συναντά σ΄αυτό το πολύ σπουδαίο μυθιστόρημα, από τις Εκδόσεις Πόλις, και σε μια εποχή που ένα βιβλίο που εκτυλίσσεται σε ένα λεπροκομείο στο Βελγικό Κονγκό, αντέχεται να διαβαστεί. Γιατί έχουμε πανδημία, γιατί νοσούμε, γιατί μοιάζει ανεκτό – ή απαραίτητο πια – να διαβάζουμε για κάτι φρικτότερο. Γιατί η ίδια η φρίκη έχει γίνει μέρος της ζωής μας.

Ο Κερύ, φτάνει στο Βελγικό Κονγκό, εκεί που ενσυνείδητα ή ασυνείδητα επιλέγει ως τέλος της διαδρομής, ως τέλος του κόσμου. Ακρωτηριασμένος από τον ίδιο του τον εαυτό, την επαγγελματική του ταυτότητα, τη διάθεση για ζωή, την πίστη, χωρίς να πιστεύει δηλαδή σε τίποτα, απογυμνωμένος από αξίες που μας κρατάνε ζωντανούς που μας κάνει να παλεύουμε. Ο Γκράχαμ Γκρην χτίζει αυτόν τον χαρακτήρα που δεν μοιάζει να έχει ανάγκη από τίποτε, που έχει παραιτηθεί από τις αξίες των ανθρώπων, που δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού. Κι εκεί, στον άτοπο και άχρονο τόπο ενός λεπροκομείου, έρχεται αντιμέτωπος με όσα θέλει να πει: Την αθεϊα, την χειραγώγηση της πίστης από την Εκκλησία, την εξουσία που εκείνη αντλεί από την διαδικασία, προκειμένου να εδραιώσει τη θέση της στον κόσμο, στον κοσμικό χαρακτήρα της θρησκείας, που απέχει πόρρω από την ατόφια έννοια της Πίστης.

Ο δρόμος του Κερύ προς αυτό που μοιάζει να είναι η προσωπική του γαλήνη, ο δρόμος με τελικό προορισμό το Πεντελέ, δυσχεραίνεται ακόμη από τους παράπλευρους χαρακτήρες της ιστορίας: Τους ιερείς, τον Ρικέρ, και προπάντων το γιατρό Κολέν, που νομίζω πως είναι η φωνή του συγγραφέα…

Η θεώρηση λοιπόν της θρησκευτικής εκμετάλλευσης της πίστης, η απογύμνωση του ανθρώπου από τα ιδανικά και τις παραδεκτές ως αρετές, το καθήκον της λατρείας και της αγάπης, ως ιδέας και όχι ως βιωμένου συναισθήματος, η αναζήτηση του εσώτερου εαυτού μέσα απ΄την αποδοχή της ασημαντότητας, είναι μονοπάτια που τραβάει ο Κερύ χωρίς να το συνειδητοποιεί κι ο ίδιος. Εδώ έγκειται η συγγραφική μαεστρία, που σκηνογραφεί το απόλυτο σκοτάδι στην αρχή, αφήνοντας μικρές χαραμάδες φωτός στην εξέλιξη της πλοκής, ώστε να φτάσει στο φως στην άκρη της διαδρομής. Η αντιδιαστολή από τη σκοτεινή ζούγκλα ως το φωτεινό νοσοκομείο είναι η οδός του μαρτυρίου κάθε ανθρώπου που αναζητά να μάθει ποιος είναι. ΄Οχι ποιος τον θέλουν να είναι.

Τόσο φρέσκο αυτό το μυθιστόρημα, μιλά ακόμη και για τη δύναμη των μέσων ενημέρωσης, τόσο τρανταχτά όσο θα μπορούσε να φανταστεί ο συγγραφέας ότι θα εξακολουθεί να είναι η επιρροή τους, ακόμη και σήμερα. Και είναι. Χίλια παραδείγματα που πρωταγωνιστούν στην επικαιρότητα και ο χειρισμός τους από τα μέσα για καλό ή κακό σκοπό, για τη διαμόρφωση μιας υποτίθεται «κοινής γνώμης», μας έρχονται στο μυαλό διαβάζοντας, μια και η αντιμετώπιση της είδησης ή της φαλκιδευμένης αλήθειας ανάλογα με το πώς βολεύει να παρουσιαστεί, αναδεικνύεται εδώ τόσο ίδια κι απαράλλαχτα με το σήμερα, που μας αφήνει εμβρόντητους.

Η καταπληκτική μετάφραση με τις επισημάνσεις και απαραίτητες πληροφορίες για την εποχή και τις αναφορές του κειμένου του Αχιλλέα Κυριακίδη μας επιτρέπει να μπούμε στο κείμενο κατανοώντας πλήρως και να βυθιστούμε στο ρυθμό του και στις λέξεις του συγγραφέα.

Κι η ατμόσφαιρα του βιβλίου μας στέλνει σε απευθείας συνομιλίες με άλλα βιβλία, καθώς ο νους πηγαίνει αβίαστα στο Νήμα της Βικτώριας Χίσλοπ που τη φαντάζομαι να αντλεί σπαράγματα από δω. Και στη δοκιμιακή μορφή που ίσως αυτό το βιβλίο θα είχε, με όρους Εμμανουέλ Λεβινάς ή Σταύρου Ζουμπουλάκη, από απόψεως χειρισμού και ανάλυσης θεματολογίας. Και παραπάνω από μία φορές, το έβλεπα να διαδραματίζεται μπροστά μου, πότε ως θεατρικό έργο στο Ηστ Σάιντ, πότε ως ταινια σε τεχνικολορ, πάντα όμως με πρωταγωνιστή, τον Γκρέγκορυ Πεκ.

Ο ίδιος πάντως ο Γκράχαμ Γκρην, – στέκομαι πολύ ταπεινά σε όσα έχω να καταθέσω για το αποτύπωμα της γραφής του στα αναγνωστικά μου κύτταρα – καταφέρνει να ελέγχει το ρυθμό της αφήγησης, αργά στην αρχή κι όσο κορυφώνεται η δράση και το δράμα, πιο γρήγορα, παίζοντας με τις εικόνες και τα χρώματα με κινηματογραφική μαεστρία που αναδεικνύει σε ρόλο-χαρακτήρα, τη φωτογραφία και το μοντάζ των σκηνών. Ταυτοποιεί έτσι την τοπιογραφία με τη δικαιολόγηση της δράσης, η εξέλιξη της ιστορίας είναι αυτή γιατί βρισκόμαστε αυτή την εποχή στο Βελγικό τότε Κογκό. Κι όχι αλλού. Γι΄αυτό η χρονική στιγμή και το θάρρος του συγγραφέα να μιλήσει γι΄αυτά τα θέματα στα 1960, αποτελεί και ηθογραφία σημαντική της εποχής που σκιαγραφεί και στηλιτεύει.

Καταφέρνει, παράλληλα, με αριστοτεχνικό τρόπο και κάτι άλλο, θαυμαστό: Να σπάει το μελό και το τραγικό με υποδόριο χιούμορ, ενίοτε μαύρο, πάντως πάντα λεπτό.

Το βιβλίο όσο διαβαζόταν γέμιζε υπογραμμίσεις, που σημαίνει ότι δεν είναι απλώς τσιτάτα ή η άποψη του συγγραφέα. Είναι η αλήθεια του ήρωα αλλά και η δική του και γι΄αυτό συνταυτισμένη με μιαν αλήθεια που προσπαθεί να προσεγγίσει ο καθένας μας διαβάζοντας ένα βιβλίο μαρτυρικό όπως αυτό. Μαρτυρικό γιατί στέκεται με τη μαρτυρία της αλήθειας που ο καθένας μας κουβαλά χωρίς να το ξέρει.

Της πίστης ή της απομάκρυνσης απ΄αυτήν. Της αμφισβήτησης της αλήθειας που μας παραδόθηκε ως οικογενειακός μύθος ή δοξασία που μετετράπη σε πεποίθηση και την οποία χρωστάμε να τη στήσουμε απέναντί μας και να καθρεφτίσουμε τον φταίχτη εαυτό. Να τον δικάσουμε.. Να τον ρωτήσουμε επιτακτικά προσδοκώντας να πάρουμε απαντήσεις για να πορευτούμε παρακάτω. Να διαχειριστούμε δηλαδή το προσωπικό μας τραύμα βγαίνοντας απ΄το ίδιο μας το εγώ και αντιμετωπίζοντας την αλήθειά μας κατάματα. ΄Ισως στο τέλος αυτής της διαδρομής, βρίσκεται η γαλήνη. Και η πραγματική ελευθερία. Του Κερύ και του αναγνώστη.

Κι ίσως αυτό έκανε ο Γκραχαμ Γκρην. Μας έδειξε τον τρόπο να φθάσουμε στην κάθαρση, στη θέωση μέσα απ΄την αθεϊα. Και οδήγησε τα βήματα ενός καθημερινού χαρακτήρα, κάθε άλλο παρά ήρωα, -κι ας θέλουν να τον χρίσουν τέτοιο για να υπάρξουν οι γύρω του – ως τη στιγμή που δεν τον χρειαζόταν πια. Ως τη στιγμή που είχε πάψει να είναι λεπρός και ακρωτηριασμένος. Ως τη στιγμή που είχε γιατρευτεί. Ως τη στιγμή που είχε πάψει να είναι ή/και να νιώθει καμένο χαρτί.

Γιατί ήταν η στιγμή που όλοι καταλάβαμε, φτάνοντας ο καθένας στο δικό του Πεντελέ, και βλέποντας κι ότι ο Κερύ είχε επιτέλους φθάσει, πως είπε όλα όσα αληθινά και θαρρετά είχε να πει. Κι αυτό που είναι που καθιστά ένα βιβλίο όπως αυτό,σπουδαίο.

Καμένο Χαρτί

Γκράχαμ Γκρην

Εκδόσεις Πόλις

Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

Σελιδοδείκτης | Ο μικρός Γκοντάρ | Μαρία Γαβαλά

Της Μαρίνας Καρτελιά.

Μαρία Γαβαλά

O μικρός Γκοντάρ. 

«Στεκόμαστε απέναντι σε έναν πόλεμο,κ από τους πλέον σκληρούς κι απάνθρωπους. ΄Όχι όμως, δεν κάνουμε ταινία στρατευμένη υπέρ των μέν και κατά των δε. Δεν είμαστε ούτε πολιτικοί αναλυτές ούτε ιστορικοί πολέμων. Ούτε τηρούμε ίσες αποστάσεις από τα επεισόδια του πολέμου. Δεν είμαστε κοινωνιολόγοι και πολύ περισσότερο, δεν είμαστε εθνογράφοι. Φέρνουμε στην επιφάνεια συγκεκριμένα γεγονότα, όπως συνέβησαν – αυτά μιλούν κι όχι εμείς, εμείς δεν δοξάζουμε και δεν δικάζουμε κανένα. Ούτε καν ζητούμε, επίμονα, να καταλάβουμε. Τι να καταλάβεις από την κόλαση του πολέμου; Ο διάβολος μόνο μπορεί να απαντήσει. Εμείς αναζητούμε ίχνη ζωών που χάθηκαν, επειδή το οφείλουμε στους νεκρούς και στους ζωντανούς που εξακολουθούν να τους αγαπούν.» 

Το βιβλίο αυτό, ο μικρός Γκοντάρ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις και αποχαιρέτισα τελειώνοντας σήμερα με παίδεψε αρκετά. Με την έννοια του παιδεύω, διαμορφώνω δηλαδή καινούργια συνείδηση μέσα απ΄τα βιβλία. Γιατί όντως δεν προσφέρεται για χαλαρό ανάγνωσμα, για επιφανειακή ψυχαγωγία ούτε καν για διασταυρωτική άποψη και εξ απαλών ονύχων γνώμη. 

Το βιβλίο αυτό δεν είναι από αυτά που ρουφάς, γιατί προσέχεις κάθε λέξη. Κάθε εικόνα, κάθε μικρό κομμάτι καμβά που κεντιέται προσεκτικά. Με κινηματογραφική αφοσίωση και ματιά, που για να τη θαυμάσεις δεν είναι απαραίτητο να ξέρεις τα έργα και τις ημέρες της συγγραφέα Μαρίας Γαβαλά στην τέχνη του κινηματογράφου. Το βιβλίο σε ρουφάει αυτό. Σε παίρνει χωρίς να το υποπτευθείς στον κόσμο μου και σε βουτά να τον δεις ολόκληρο. Δεν κρύβει τίποτε από την αλήθεια, ούτε την ασχήμια, ούτε τη θλίψη. 

Είναι ένα θλιβερό βιβλίο; Μα όχι, αλλά ας αρχίσουμε από τον τίτλο και από το εξώφυλλο πριν ταξιδέψουμε στα έγκατά του. Ο μικρός Γκοντάρ δεν απαιτεί από σένα να ξέρεις τι είναι κινηματογράφος και ποιος είναι ο Γκοντάρ για να βυθιστείς στο ταξίδι του. Δεν απαιτεί για την ακρίβεια, τίποτε… Είναι γραμμένο με το μάτι ενός κινηματογραφιστή που θέλει να σου μιλήσει με εικόνες. Που ελάχιστες φορές σου μιλά για τα συναισθήματα, αλλά σου τα αποκαλύπτει με εικόνες. Με λέξεις. Με την περιγραφή ας πούμε του Παρισιού. 

«Η φαντασία μου ταξιδεύει με τρένο κι επειδή δεν βλέπει τις ράγες, νομίζει ότι πετάει με τα δικά της φτερά, κάπου τα ΄μαθα όλα τούτα, στα διαβάσματά μου πιθανόν – […]» 

΄Ένα Παρίσι που πόρρω απέχει από το τουριστικό με τα όμορφα δρομάκια και το υπέροχο ποτάμι, τα ιστορικά αξιοθέατα. ΄Ένα Παρίσι του μετανάστη, του πρόσφυγα, της εργατιάς. Το καταφρονεμένο αυτό που ζεί και υπάρχει και στην εποχή του βιβλίου, αλλά όπως θα διαπιστώσεις, ως προς αυτό ελάχιστα έχουν αλλάξει.  Με την έννοια ότι και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι καταφρονεμένοι, μετανάστες ή πρόσφυγες, έγχρωμοι που τώρα πια είναι Γάλλοι πολίτες, αλλά παρόλα αυτά σε πλείστες περιπτώσεις ζουν στις ίδιες άθλιες συνθήκες, σε πολυκατοικίες άχρωμες, σε τσιμεντένια κουτιά, χωρίς τις στοιχειώδεις ανέσεις, όπως αυτά που ακούσαμε και πρόσφατα να καίγονται σε πυρκαγιά από γκάζι ή κάτι άλλο που άναβαν για να ζεσταθούν κι έχουν δυστυχώς θύματα. 

Αυτός είναι ο ένας πόλος τοπιογραφίας και συνθήκης. Το Παρίσι του 69, που βγαίνει από το Μάη του 58, και ιδιαίτερα το Παρίσι των Αλγερινών, ή των Γαλλοαλγερινών, που επαναδιεκδικούν στοιχειώδη δικαιώματα στη σκιά της διωγμένης από την Αλγερία γαλλικής αποικιοκρατίας. Και συνειδητοποιείς κι εδώ πόσο σημερινό σου φαίνεται, πόσα λίγα τελικά έχουν αλλάξει από τότε, στις κυβερνήσεις που έθρεψαν τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία και τώρα βρίσκουν άλλους τρόπους να εφαρμόζουν τις ίδιες στρατηγικές. 

Κι ο δεύτερος πόλος είναι η χουντοκρατούμενη Ελλάδα και Αθήνα του 69, μιας και στους κόλπους μιας αστικής οικογένειας με ελεύθερη όμως συνείδηση μεγαλώνει η ηρωίδα του βιβλίου, η Λουκία Βακαρή, που σπουδάζει κινηματογράφο στο Παρίσι. Κι έτσι, με τη φρέσκια λεπτομερή ματιά της, καταλαβαίνουμε μέχρι κι απ΄τις ραγισματιές στους τοίχους, την επίπλωση, τα ρούχα ή τη διάρθρωση των δρόμων και των βουλεβάρτων, την ύπαρξη των αστικών κτιρίων και των πολυκατοικιών, τον τρόπο ζωής, τον εφιάλτη, τον εγκλεισμό και την καταστρατήγηση βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. 

Μια απ΄τις πρώτες σκέψεις μου γι΄αυτό το βιβλίο ήταν πως θα μπορούσε να είναι γραμμένο και στα γαλλικά, ή στα ιταλικά, ή στα αραβικά, αφού μου φαίνεται πως η φιλοσοφία της γραφής του υπακούει στην αρχή «να σκέφτεσαι τοπικά, αλλά να δρας παγκόσμια», πράγμα που επιτυγχάνει συνολικά η συγγραφέας, αφού γίνεται πασιφανής η παγκοσμιότητα των αρχών και των αξιών, των ιστορικών δομών. Δεν είναι απλώς «τα γεγονότα με τους Γάλλους στην Αλγερία», ή «η χούντα στην Ελλάδα». Είναι θέματα που συμβαίνουν σε πολλές περιοχές του πλανήτη, στην Αλγερία ή αλλού στην Αφρική, όπως οδηγείται συμπερασματικά ή στο 69 ή σήμερα, στην Ευρώπη ολόκληρη ή στην Ουκρανία τελευταία…. 

Η Ιστορία φαίνεται σαν déjà vu, πολλές φορές σ΄αυτό το βιβλίο. Πολλές φορές καταλήγεις να πεις, «μα τίποτε δεν άλλαξε», μια μέρα σαν κι αυτή με τα δίπολα του πολέμου να καθορίζουν τη ζωή μας, με την διαχείριση της πανδημίας να φλερτάρει με την ανελευθερία.  

Η υπόθεση της Αλγερίας, τόσο κοινή σε μένα ως κουλτούρα από βιωματική σχέση, με συγκίνησε στον τρόπο που αποτυπώνεται στο βιβλίο, όπως και κάθε υπόθεση που δεν εξετάζεται μονομερώς, αλλά παίρνει υπόψη την πολιτιστική κληρονομιά, την αποικιοκρατική μεταχείριση, την ιδιαίτερη κουλτούρα στο ζύμωμα της απώλειας που φέρνει η διαμάχη, είτε αυτό λέγεται εμφύλιος, ή πόλεμος, ή χούντα, ή εισβολή. Δεν μπόρεσα να μην θυμηθώ τον αρχηγό της εθνικής αποστολής της Αλγερίας, παγκόσμιο πρωταθλητή στίβου, να με περιποιείται στο εστιατόριο των αθλητών στο Ολυμπιακό χωριό, κι ενώ απάγγελνε από στήθους Μπωντλαίρ να μου δηλώνει από τα βάθη της νομαδικής υπόστασής του: «Εμείς εξαραβιστήκαμε δια της βίας». 

Πολλές φορές, σ΄αυτό το βιβλίο επανέρχονται τα δίπολα, Παρίσι-Αθήνα, Γκασπάρ και θείος Στέφανος, καταπίεση λαών και χούντα. Πολλές φορές σ΄αυτό το βιβλίο καταλαβαίνουμε πως η ελευθερία είναι ίδια παντού, σε όποια χώρα με όποιο πολίτευμα, ή υπάρχει ή ασφυκτιά, δεν έχει χρώμα, θρήσκευμα, και εποχή. 

Αλλιώς, πώς συγκλονίζει ίδια με σήμερα, η αστυνομοκρατία στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, και η αναγωγή της σκέψης στο Μαύρο Σάββατο των Εβραίων, στη Θεσσαλονίκη του 1943. Η αίσθηση, η μυρωδιά του φόβου, κι ας μην υπάρχει στον αναγνώστη ως βίωμα, παραπέμπει εκεί, στην συνταρακτική κινηματογραφικά σκηνή στο λιμάνι πριν την αναχώρηση για τον τόπο εξορίας των αρνητών της χούντας στην Ελλάδα. Η κακοποίηση, λεκτική και σωματική, η βίαιη ενσυνείδητη  υπόβαθμιση της προσωπικότητας από το καθεστώς, η σωματική εξόντωση των ανθρώπων,  με βάση συγκεκρισμένα “χαρακτηριστικά “, η αγωνία των συγγενών, είναι τέρμα ίδια, σημάδι πως ναι, έλαχιστα άλλαξαν από το ‘43 ως το ‘67, και ύστερα ως σήμερα, με την απειλή του πολέμου στα πόδια μας, – ελάχιστα μάθαμε οι άνθρωποι.  

«Την ανθρώπινη φύση μπορείς να τη μελετήσεις και μέσα από τη διερεύνηση της μνήμης, χωρίς αναγκαστικά να νιώθεις ένοχος για κάτι». 

Κι αυτό το καταδεικνύει περίτρανα η απλή, ανεπιτήδευτη, γραφή της Μαρίας Γαβαλά. Είναι όντως η γραφή μιας έφηβης που σημειώνει στο γαλλικό τετράδιο της τη ζωή. ΄Όπως έρχεται κι όπως τη ζει. Χωρίς λεκτικά σχήματα και φιοριτούρες. Μέσα από το μάτι μιας κάμερας, που είναι τα δικά της μάτια, έτσι που να είναι πράγματι «μια ταινία που διαβάζεται σαν βιβλίο». Κι ο τρόπος των γυρισμάτων, είναι ίσως γκονταρικός, σίγουρα συνυφασμένος με την εποχή που ούτως ή άλλως είναι αντισυμβατική και καλεί για πειραματισμούς. Μια «κινηματογράφηση» που στηρίζεται πλέρια στην προσωπική μαρτυρία, στην προφορική μαρτυρία, από τη συγγραφέα ως τους ήρωές της που καταθέτουν ένας ένας τον δικό του προσωπικό απολογισμό των γεγονότων, τη δική τους ματιά. 

Η αλληλουχία των γεγονότων είναι επίσης ίδια στην οργάνωση της διήγησης, ναι μεν υπάρχει μια νοητή χρονολογική γραμμή, αλλά γίνονται κι άλματα, όταν αυτό εξυπηρετεί την πλοκή, με τρόπο όμως που φαίνεται αυθόρμητος όπως πράγματι συμβαίνει στην καταγραφή ενός ημερολογίου, καθιστώντας τα πάντα ντοκουμέντα, και το ίδιο το βιβλίο ένα ντοκουμέντο της ηρωίδας εν τη γενέσει του. 

Γι΄αυτό το εξώφυλλο, είναι εξαιρετικά συμβατό, καθώς στη συνείδηση μου την αναγνωστική κόλλησε άψογα το μικρό κορίτσι με το αθώο φρέσκο αλλά τα πάντα παρατηρόν βλέμμα του με το περιεχόμενο του βιβλίου έτσι όπως εκτυλίσσεται. 

Η ηρωίδα είναι μαγικό πώς μεγαλώνει, την ωριμάζουν τα γεγονότα, κι η παρατήρησή τους η ίδια από την ίδια. Στο τέλος του βιβλίου δεν είναι εκείνη που ήταν στην αρχή. Η ύπαρξή της στη συναισθηματική σχέση γίνεται από επιλογή κι όχι από συγκυρία. Η γραφή ή οι εμπειρίες που καταγράφει μοιάζουν να την οδηγούν σ΄αυτό το ταξίδι, στην αναζήτηση ταυτότητας, στη χειραφέτηση, στην προσωπική τελείωση. Την έχουν αλλάξει τα γεγονότα που επιδρούν πάνω της, παρόλο που προσπαθεί ως γραφή να μείνει εξωτερικός παρατηρητής και να αποτυπώσει προσεκτικά τους χαρακτήρες και τις ιδιαιτερότητές τους. Τα δίπολα συνεχίζονται, το δίδυμο των αδερφών, πατέρα και θείου, ο διπλός χαρακτήρας του άπραγου και αποφασιστικού προς την υπεράσπιση του καθήκοντος και του αδερφού πατέρα, – «η χρεία και η ανάγκη, οι δυο δίδυμες, που εκείνος πάντα κατάφερνε να τις ξεχωρίζει» – το δίπολο του χαρακτήρα της μάνας, η ησυχία με την τρελή περιπέτεια, το καταστάλαγμα σε έναν σύντροφο και το πάθος, η αγωνιστικότητα και η αποστασιοποίηση από τον αγώνα που μπορεί να βοηθάει εξίσου την παγκόσμια υπόθεση της ελευθερίας. 

Η βία κατά των γυναικών, η κακομεταχείρισή τους, η υποτίμησή τους ως φύλο στηλιτεύεται ακόμα σ΄αυτό το βιβλίο με μια χρυσή αφορμή, την περιγραφή ενός περιστατικού στη γειτονιά του Παρισιού όπου περιπλανιέται η ηρωίδα. Αλλά και μέσα από τη δομή του χαρακτήρα της μητέρας της. Μια προσεκτική αποτύπωση της δομής της κοινωνίας που εν πολλοίς ως προς τη θέση της γυναίκας και την αντιμετώπισή της από το ανδρικό φύλο σε όλες τις εκφάνσεις, δεν έχει αλλάξει και πολύ, είτε μιλάμε για τη φτωχική γειτονιά Γαλλοαλγερινών του 69, είτε για την Αθήνα του 22. Στη δουλειά, στην έξοδο, στην χειραφέτηση, στην προστασία της κοινωνίας ενάντια στην κακοποίηση και τη γυναικοκτονία. Ως θέση και νοοτροπία. 

 
Η ανθρώπινη αδυναμία. Η αναπηρία. Τι σύμβαση την ορίζει και τι είναι πραγματικά; Τι μας έλκει εκεί και μας δένει συναισθηματικά; Πώς μπορούμε να αγαπάμε χωρίς να χρειάζεται να σώσουμε; Πώς μπορούμε να αφήνουμε ελεύθερο τον εαυτό μας και τον σύντροφο και ταυτόχρονα να έχουμε μια δεμένη σχέση; Πώς μπορούμε να μην πέφτουμε στην πλάνη της ένωσης της μοναξιάς μας με αυτήν του συντρόφου, αλλά αντίθετα, να ζούμε είτε τις προσωπικές μας κολάσεις είτε τα προχωρήματα μας ως άνθρωποι, χωρίς να χρησιμοποιούμε τη σχέση την ίδια ως δεκανίκι ή ως φραγμό;  

Και πιο πέρα: Κάνουμε τέχνη για να θεραπεύσουμε το τραύμα ή αυτό μας κυβερνά και το κάνουμε τέχνη; Το ξεπερνάμε ποτέ; 

«΄Οσο κι αν τρίβεις το πετσί σου, όσο κι αν απολυμαίνεις τον βυθό σου, οι λεκέδες, σωματικοί και ψυχικοί, δεν πρόκειται να εξαλειφθούν. Και στο κάτω κάτω, δεν υπάρχει και σοβαρός λόγος για να γίνει αυτό. ΄Όταν κουβαλάς λεκέδες, αυτό τουλάχιστον, σημαίνει ότι μπήκες στον κόπο να κυλιστείς στις λάσπες και να φορτωθείς ιστορίες.» 

Αυτά είναι μερικά απ΄τα οποία κάνουν αυτό το βιβλίο πολύτιμο, ελεύθερο στη σκέψη όσο δεν πάει. Αγαπητό γιατί προάγει τον προβληματισμό χωρίς διδακτισμό. Πλούσιο γιατί στη γραφή ενυπάρχουν και οι άλλοι ρόλοι της ταινίας: Η σκηνογραφία, η ενδυματολογία, η φωτογραφία η ίδια είναι ρόλος από μόνη της…. Κανείς δεν είναι ανώτερος από τον σκηνοθέτη, που στην περίπτωσή μας ταυτίζεται ή μπαινοβγαίνει στους πόρους του σεναριογράφου, έτσι αγαστά που αναπνέουν ταυτόχρονα. 

Κοντολογίς αλλά πολύ συγκεκριμένα, ένα βιβλίο που θα σας κάνει πλουσιότερους ως ανθρώπους, ως σκεπτόμενα άτομα, ως οραματιστές ενός κόσμου, που μπορεί να υπάρξει χάρις στις ατομικές οντότητες που ενώνονται στο πείσμα της επιβολής σχεδίων των ισχυρών. Έτσι γιατί μπορούν. 

Κλακέτα και πάμε. 

Ο μικρός Γκοντάρ,

Μαρία Γαβαλά,

Εκδόσεις Πόλις.

Η Μαρία Γαβαλά γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής το 1947. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σκηνοθέτησε κινηματογραφικές ταινίες (μεταξύ άλλων, Περί έρωτος-Χρυσάνθη, Το άρωμα της βιολέτας, Το μαγικό γυαλί), έγραψε κριτικές για τον κινηματογράφο, μετέφρασε θεωρητικά-κινηματογραφικά κείμενα, καθώς και λογοτεχνικά έργα. Έχουν εκδοθεί τα μυθιστορήματά της Η υπηρέτρια των αγγέλων (Εστία), Η κυρία του σπιτιού (Εστία), Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα (Εστία), Στη δροσιά των κήπων μου (Εστία), Ακραία καιρικά φαινόμενα (Εστία), Λεμονόκηπος (Κέδρος), και η συλλογή διηγημάτων Από γυαλί (Κέδρος).

Σελιδοδείκτης | Τι είναι ένας Κάμπος | Νάσια Διονυσίου| Συναδέλφωση και Μνήμη

Της Μαρίνας Καρτελιά

Νάσια Διονυσίου

Τι είναι ένας Κάμπος, Νάσια Διονυσίου
Εκδόσεις Πόλις

Τι είναι ένας Κάμπος

Ακριβέ μου Σβεκ,

Η ζωή συνεχίζει να είναι δύσκολη. Η εμπειρία μου στον πόλεμο ως νοσοκόμα μού επιτρέπει να

φροντίζω τώρα τους αδερφούς και τις αδερφές μας. Κάπως σα να γιατρεύονται κι οι δικές μου

πληγές. Ανυπομονώ όμως για την ώρα που θα είμαι ελεύθερη. Και που θα σε ξανασυναντήσω.

Εσθήρ

Μ αυτό το γράμμα απ’τα αρχεία του δημοσιογράφου, του κεντρικού ήρωα της νουβέλας, του αφηγητή δηλαδή, Τι είναι ένας Κάμπος, της Νάσιας Διονυσίου διάλεξα ν’αρχίσω και γω την αφήγηση της καταβύθισής μου στο θέμα του.

Γιατί η αρχή της περιπέτειάς μου σ’αυτό, το ίδιο θέμα, που γρήγορα με οδήγησε στην ταύτιση με την ατμόσφαιρα του κειμένου, ήταν η δική μου επίσκεψη πρόσφατα στην Κύπρο, πριν την πανδημία, μετά την εισβολή. Σε στιγμές συνδέθηκα τόσο με το κείμενο, ώστε ένιωσα ότι διηγιόταν τη δική μου εμπειρία από τα Κατεχόμενα και ειδικά το συναίσθημα διασχίζοντας το «αγγλικό» έδαφος, μια νεκρή ζώνη, μια ευθεία γραμμή, με κατεχόμενα εδάφη, ενθεν και ένθεν, σε απόσταση αναπνοής και ρίσκου αν επιχειρηθεί μια φωτογραφική αποτύπωση. Και επιχειρήθηκε.

Η κυριότερη εγγραφή όμως είχε γίνει στο μυαλό μου, – και ως ενσυναισθητική λειτουργία και στην καρδιά μου. Κι αυτή την εγγραφή τη διαπιστώνουμε πυρέσσουσα και στο έργο αυτό, μια επίσκεψη δημοσιογράφου, στα 1947, σε στρατόπεδο κράτησης Εβραίων, προκειμένου να εμποδιστούν απ’τους συμμάχους – βάλτε εισαγωγικά σε όποια απ’τις λέξεις της πρότασης θέλετε, είναι απολύτως αποδεκτά – να φτάσουν στην τότε Παλαιστίνη.

Οι λέξεις μου τώρα αγωνιώ να είναι προσεκτικές, έτσι που να μην αδικήσω καμιά απ αυτές που διάλεξε σαν ακριβούς λίθους η συγγραφέας για να στήσει την πλοκή και ιδίως την αποτύπωση της ατμόσφαιρας και του συναισθήματος. Ετσι που με πήγε κατευθείαν, σε άλλα πολύτιμα αν και φαινομενικά άσχετα, βιβλία, στο ‘Ασμα Ασμάτων, στις Τρεις Ταλμουδικές Μελέτες του Λεβινάς, στο ‘Ασπονδοι Αδελφοί του Ζουμπουλάκη. ‘Ετσι που, με αγκάλιασε και μου ‘φερε μπροστά τη γλύκα της ατμόσφαιρας απαράλλαχτη όπως της Πιο Πολύτιμης Πραμάτειας του Grumberg, στα λυρικά μέρη της. ‘Ετσι που μ έκανε να νιώσω κι εγώ στην μέση μιας αγκαλιάς ανιδιοτελούς, όπως αυτή της μητρικής φιγούρας που φιλοξενεί το δημοσιογράφο: μια αναγνώστρια μες στα βιβλία, αγκαλιασμένη από φωτισμένους συγγραφείς και τολμηρούς εκδότες.

Στην Αμμόχωστο όταν βρέθηκα, ένιωσα επακριβώς αυτά που περιγράφει για τη θάλασσα και το νερό η Διονυσίου, με τον τρόπο και την επίδραση στον άνθρωπο που τους αποδίδει. ‘Ηθελα κι εγώ όπως το προσφυγάκι «κι άλλες νερομπογιές, γιατί δεν βρίσκω χρυσό χρώμα να χρωματίσω την άμμο». ‘Ηρθαν και με τύλιξαν τα σεφαραδίτικα τραγούδια και όλα τα θέματα που αναπτύσσονται μέσα τους: Ο έρωτας, η γη, οι καρποί, τα χρώματα, η γη, οι μυρωδιές, τα παιδιά, η θάλασσα. Η ελευθερία. Και η σκλαβιά. Ο εγκλεισμός, η απομόνωση και η καταφυγή στο θείο. Παρόντα και κυριεύοντα τη δράση κι εδώ, τόσο μέσα στον Κάμπο όσο κι έξω απ’αυτόν, ενωτικά των ανθρώπων.

Πόσο κοντά έρχεται το Τραύμα του Ολοκαυτώματος, με το τραύμα της προσφυγιάς και της Κατοχής. Πόσο εφικτό είναι να συνδεθεί το δράμα των Εβραίων και ο ξεριζωμός κι η «μετέωρη επιστροφή των Εβραίων στο γενέθλιο τόπο»* το 1943, ή το 1973; ‘Η το 2021; Το απόσπασμα:

«στον καθένα έρχεται η ώρα που πρέπει να αποφασίσει μια για πάντα σε τι θα ωφελήσει η ζωή του. […]το να μιλήσει κανείς την αλήθεια κι έτσι να σταθεί απέναντι στη λήθη. […] Λέω πως ναι, έστω, αρκεί. Και πως μ’αυτόν τον τρόπο ίσως κάποτε λυτρωθούμε από την ελεεινή αίσθηση πως καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια ενώ το κακό εξακολουθεί να συμβαίνει αδιάκοπα»

ειπωμένο από τα χείλη του δημοσιογράφου στα 1947, ταιριάζει απόλυτα σ’όσα νιώθουμε για τη σημερινή μας πραγματικότητα;

Ναι, η Νάσια Διονυσίου καταφέρνει, να βρει το αόρατο, ή καλύτερα το πάντα υπάρχον νήμα που καταφέρνει να συνδέει όλα αυτά. Που καταφέρνει να μιλάει με παραβολές και σε γλώσσα απλή, με έντονη τη χρήση κυπριακών λέξεων και ιδιωματισμών που ερμηνεύονται στο πίσω χρηστικό γλωσσάρι, αλλά και με την απόσταση μιας δημοσιογραφικής καταγραφής του χαρακτήρα για πράγματα δύσκολα, ανείπωτα κι όμως αληθινά. Για το προαιώνιο στοιχειώνων στοίχημα της διατήρησης της Μνήμης. Για αυτό που θα μας κρατήσει όρθιους όταν νιώσουμε ότι «έχουμε χάσει τα πάντα, δε ζητούμε τίποτε άλλο από το να μην ξεχάσουμε ποιοι ήμασταν». Αυτό δηλώνουν οι Εβραίοι, αυτό νιώθουν οι Κύπριοι, αυτό επιζητούν οι ‘Ανθρωποι με συνείδηση.

Το Ολοκαύτωμα είναι ένα καθολικό γεγονός που στέκει μοναδικό σ’αυτή την καθολικότητα. ‘Ομως αποστολή των Ανθρώπων είναι, ή θα όφειλε να είναι, η αφοσιωμένη κι αποφασισμένη προσπάθεια να μην επαναληφθεί. Το Τραύμα που προκάλεσε είναι αυτό που, – όπως άκουσα από κάποια ψυχολόγο στην παρουσίαση του βιβλίου του Μπένι Νατάν, – «αν δεν διαχειριστεί η δεύτερη γενιά το τραύμα που κληρονόμησε από την πρώτη, τότε περνάει στην τρίτη». Παντού τα πάντα. Κι η συγγραφέας αδηρητα στρατεύεται σ’αυτό.

Είτε μιλάμε λοιπόν για το Ολοκαύτωμα, είτε για την Εισβολή, για την Κατοχή ή την Αιχμαλωσία, ο τρόπος και η οδός διαφυγής είναι ίδια, παρά το δυσανάλογο μέγεθος: Η φυγή προς τα εμπρός και η διατήρηση της μνήμης. Αυτή η Μνήμη που θα γίνει παράδειγμα κι οδηγός για τα επόμενα βήματά μας.

Η αγγλική κυριαρχία στο νησί της Κύπρου ήταν κάτι που το ένιωσα να πάλλεται μετά τόσα χρόνια κι εγώ. Η ατμόσφαιρα του ζυγού ίδια ήταν, όπως περιγράφεται στη νουβέλα αυτή. ‘Οπως ίδια είναι και η αιφνίδια αλλά πάντα ενσκύπτουσα τη σωστή στιγμή Καλοσύνη. Που δεν είχε φύλο, ούτε απεύθυνση σε συγκεκριμένες ομάδες αναξιοπαθούντων. Η απεύθυνση, όπως καταδεικνύεται στο παράδειγμα του κατατρεγμένου Γερμανού που βοηθάει η γριά, αν και με μισή καρδιά, είναι προς τον ‘Ανθρωπο.

Κι η αλήθεια του κειμένου, βρίσκει χίλιους τρόπους ερμηνευτικούς, είτε με την περιγραφή της ζωής του στρατοπέδου, είτε με την παραβολή του παράξενου ανθρώπου που προσπαθεί να αρθρώσει λόγο και κραυγή, να ξανακάνει τη φωνή ανθρώπινη , – «να μην είναι κλαυθμός, ούτε μούγκρισμα, να ξαναγίνει πατρίδα» – αλλά και με τις ενδιάμεσες προφορικές μαρτυρίες των απλών ανθρώπων που μαρτυρούν με τη στενή έννοια της λέξης την κατοχή και την φυλάκιση, τον εγκλωβισμό στον Κάμπο αθώων Εβραίων.

Μέσα στη ροή της ιστορίας, θυμήθηκα ακόμα, τη φράση που είπε ένας κινηματογραφικός χαρακτήρας, μια επιζήσασα των στρατοπέδων και διώκτρια των Ναζί στα 1970 στην Αμερική, στην εξαιρετική σειρά «Οι Κυνηγοί». Είχε αποδυθεί σε μια ιερή προσπάθεια κι είχε κατορθώσει να παντρέψει ζευγάρια και με αποτέλεσμα να γεννηθούν 653 Εβραιόπουλα. Την στοιχείωνε παρόλα αυτά ο καημός ότι της απέμεναν ακόμη 6 εκατομμύρια παρά κάτι παιδιά, για να εξιλεωθεί απέναντι στις χαμένες ψυχές.

΄Ομως, εκείνο που έχει πραγματικά σημασία, εκείνο που ψάχνουμε, δεν είναι «ούτε άμμος του ταξιδιού, ούτε χώμα της ρίζας». Αυτό που θα χρωστούσαμε να αποδώσουμε ως ελάχιστο στις έξι εκατομμύρια ψυχές είναι να δεσμευτούμε, όπως η συγγραφέας το πράττει με τη νουβέλα αυτή, ότι θα μείνουν άσβεστα τα κεριά τους. Να ενωθούν σε ένα τεράστια καντηλέρι γύρω απ τη γη που δεν θα επιτρέψει να χτιστεί πια κανένας κάμπος, να μην υπάρξει πια ξανά προσφυγιά, κατοχή, εγκλεισμός, ξενητειά και διωγμός. Με βραχίονες τα χέρια μας, να φτιάξουμε μια παναθρώπινη κατάγερη αλυσίδα κατά του ολοκληρωτισμού, του αντισημητισμού, του φασισμού, των διχοτομημένων κρατών και των ανελεύθερων καθεστώτων και πολιτικών. Γιατί, όπως διατυπώνει κι ο δημοσιογράφος στο βιβλίο

«Σα να έχει έρθει πια ο καιρός αυτό να είναι ο κάμπος, αυτό κι ο κόσμος – πλάσματα μαζί, να υπερασπίζονται τ’ανυπεράσπιστα».

«Πο’ν να φέρει στον καθ’ έναν τζιαι δροσιάν τζαι ποσπασιάν». ** Συμπληρώνω κι εγώ και κλείνω, μ’ευγνωμοσύνη.

Νάσια Διονυσίου

Τι είναι ένας κάμπος

Εκδόσεις Πόλις

* [υπότιτλος του βιβλίου Ξανά στη Σαλονίκη, Λέων Α. Ναρ, Εκδόσεις Πόλις].

** στίχος από το «Καρτερούμεν» του Δημήτρη Λιπέρτη