Οι μέλισσες του ‘Εβρου

Διήγημα

Της Μαρίνας Καρτελιά

Δίψασε πολύ ο πατέρας, έφερε νερό απ΄τ΄αμάξι και του το πήγε στην πεζούλα που τον άφησε να κάθεται. Βιάστηκε να γυρίσει μην τυχόν και του πέσει, για τέτοια είμαστε τώρα; Μα ο πατέρας ακίνητος πήρε απ΄τα χέρια του το προσκοπικό παγούρι που του χάρισε ο ομαδάρχης 45 καλοκαίρια και βάλε πριν και ήπιε χωρίς να παίρνει τα μάτια του απ΄τον άνθρωπο. 

Τον έφαγε ξυπνώντας σήμερα το πρωί, πάμε και πάμε, είχε αναλαμπή, εδώ και πολύ καιρό. Σαν η πυρκαγιά να έκαψε το πέπλο της άνοιας. Αξημέρωτα φώναζε να σηκωθεί και να τον πάει σπίτι, “Πάμε στο χωριό έλεγε, τα μελίσσια, να δω τι γίνανε τα μελίσσια”. Τραβούσε απ΄το μανίκι ο πατέρας τον άνθρωπο που δε γνώριζε πια, δεν ήξερε τ΄όνομά του να πει, μα τον εμπιστευόταν. 

Τα μελίσσια ήταν εικοσιτέσσερα, στοιβαγμένα εν σειρά στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. ΄Ετσι κι έτσι κανείς δεν έμενε τώρα εκεί, άδειο το σπίτι, θεριεμένος ο παλιός κήπος, με όλα τα απαραίτητα για τις μέλισσες φυτά. Οι γέροι παρμένοι εδώ και ενάμιση χρόνο στην Αλεξανδρούπολη, στο χωριό τίποτε, εκεί όλα τα νοσοκομεία, οι γιατροί, άλλο που εκκενώθηκε με τη φωτιά και τη βγάλανε οι αρρώστοι στο πλοίο. 

Τον έφερε λοιπόν, αφού του ΄ψησε καφέ να πιεί, βούτησε και το κρίθινο παξιμάδι που τ΄άρεζε τόσο, τον έντυσε και ξεκίνησαν. Μόλις έφτασαν, σε αναλαμπή μετά από χρόνια, γνώρισε αμέσως το σπίτι, και το γιο του “Νίκο, καλά και ήρθαμε, κάτι δεν πάει καλά”, είπε ο μπαμπάς και βιάστηκε να πιάσει το πόμολο να βγει, μετά θυμήθηκε πως δεν μπορούσε να βάλει δύναμη πια, έγειρε το πρόσωπο, ίσα στα μάτια κατευθείαν τον κοίταξε βουβός. 

Το σπίτι και το χωράφι-κήπος μπροστά, σε ύψωμα να μην το φτάνουν τα νερά του Ποταμού. Απέναντι ακριβώς η Τουρκία, και τα χούματα, τα παλιά, κείνα π΄αφήσαν. Πρώτα η γριά είχε ηλιοτρόπια στην αυλή – “αλήθεια τόξερες πατέρα, είπε μια μέρα, τα ηλιοτρόπια είναι μύθος πως γυρίζουν προς τον ήλιο, αντίθετα στροφάρουν τα κεφάλια τους, αυτή είναι η αλήθεια” – είπε τον πατέρα του όταν περνούσαν απ΄τα απέραντα χωράφια τα εβρίτικα μια μέρα, τα σπαρμένα ήλιους που κιτρίνιζαν τον τόπο. Σήμερα είχαν γίνει στάχτη, μαύροι μίσχοι έστεκαν καχεκτικοί, πάτησε γκάζι κι απόστρεψε το βλέμμα. 

Τώρα κι ο ήλιος, κρυμμένος απ΄τον καπνό ήταν, πορτοκαλής με μαύρο δίσκο, ο Νίκος ανέβασε τ΄αυτοκίνητο απ΄το σκάμμα πάνω, ως την είσοδο, είχε το αγροτικό γερά αμορτισέρ, κάθισε τον πατέρα στην πεζούλα. Ο πατέρας ήπιε νερό κι άρχισε να κλαίει. 

Ο θείος Ανέστης είχε κάνει τη συνεννόηση με τον χωριανό. Του νοίκιασε το χωράφι να βάλει τα μελίσσια, έτσι κι έτσι δεν το κάναν τίποτε, άχρηστο πήγαινε. Βόλευε όμως τα μελίσσια, γύρω είχαν φυτρώσει άγρια δεντρολίβανα, λεβάντες και θυμάρια, σπουδαία τροφή για νέκταρ. Και για καιρό ευλογούσε τον πατέρα για τη συνθήκη αυτή, του δινε όλου του κόσμου τις ευχές, έστελνε πάντα ο μελισσοκόμος για ευχαριστίες μια νταμιτζάνα τσίπουρο της χρονιάς και μέλι απ΄τα μελίσσια και δεν παρέλειπε να διαβεβαιώσει πως άναβε τα καντήλια των παππούδων του Νίκου, αν και δεν του τόχε ζητήσει κανείς. 

Τώρα εκεί μπροστά καθόταν ο πατέρας. Τα μελίσσια τα πιο πολλά καμένα, κατεστραμμένα, σκέτο κάρβουνο μαζί με την ξύλινη περίμετρό τους,  σε μερικά μόνο είχαν σωθεί τα καπάκια, άσπρα βαμμένα και με νούμερα πάνω, έχασκαν άβολα πάνω στο καμένο κι αυτό χόρτο, εικαστική δυστοπία, η φωτιά πέρασε απ΄το χωράφι, το σπίτι, από θαύμα λες, δεν τ΄άγγιξε – πέρασε πέρα, αλλά τα ελληνοτουρκικά σύνορα, τόσο κοντά, μια δρασκελιά, δεν τα διέσχισε, σα να σκιάχτηκε κι αυτή τους συνοροφυλάκους, μάτια κρυμμένα στα χόρτα που θρέφαν το μελίσσι. 

Μερικές, λίγες μέλισσες είχαν διασωθεί, πεντάρφανες πέταγαν τώρα μην ξέροντας κατά πού να πάνε, να βρουν το μελίσσι ψάχναν, όμως μελίσσι δεν υπήρχε πια. Ο χωριανός, παλλίκαρος γύρω στα σαράντα, μα τώρα σα μικρό αγόρι και ζαρωμένος, ήταν εκεί ορθός και τριγύριζε όλο, άγγιζε τρυφερά τα καπάκια που είχαν απομείνει και μοιρολογούσε: 

“Πάνε τα γλυκά μου τα κορίτσια πάνε, τίποτε δεν έμεινε, βασανίστηκαν,  καήκαν όλα, ρημαδιό, πού να πάνε τώρα, τι να κάνουν, στάχτη όλα, κοίτα τες, χαμένα τάχουν, πάνε….” 

Ο πατέρας κρατούσε τα χέρια πεσμένα, το παγούρι το πέτσινο ακόμα στο δεξί, κρεμόταν κι έχασκε χωρίς καπάκι, τα χείλη του μόλις βρεμμένα απ΄το νερό, οι σακούλες των ματιών του υγρές. Βουβά έκλαιγε τις μέλισσες. ΄Υστερα το βλέμμα του καρφώθηκε πέρα, στο σύνορο με την Τουρκία. Κοιτούσε, μα δεν έβλεπε. 

Ο χωριανός ξανά ολοφυρόταν και θρηνούσε το μελίσσι, τα χέρια του μαύρα απ΄την τύρφη όπου άγγιζε, έπιαναν τα βρεμένα μάγουλα, τα μαύριζαν κι αυτά: 

“Πάνε τα πουλάκια μου, κοίτα τα, αυτά μοναχά σωθήκαν, μα σπίτι δεν έχουν πού να πάνε, τα πουλάκια μου…” τραβούσε θρηνητικά τη φωνή. 

Και ακολουθούσε με το βλέμμα τις δυο-τρεις μέλισσες, που αποσυνάγωγες έκοβαν βόλτες αργά πάνω απ΄τα κεφάλια τους. Μες στη σταχτιά νεκρική ησυχία. 

Σχολιάστε