Σελιδοδείκτης| Πες του, θα το ξαναδιαβάσω | Πες της , Χρήστος Οικονόμου

Της Μαρίνας Καρτελιά.

Χρήστος Οικονόμου

Πες της

Τελείωσα το Πες της του Χρήστου Οικονόμου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, μέσα σε αναλογικά δυο μέρες. Το άρχισα τη μια και μέχρι το βράδυ είχα φτάσει στα μισά.

Δεν είναι τόσο ότι είναι μικρό. Ούτε ο ρέων χαρακτήρας της πλοκής του βιβλίου. Είναι το λέγειν της ηρωίδας που εργάζεται ως κούριερ {ουφ, είδατε; Απέφυγα το σκόπελο να βάλω γένος στη λέξη, κάτι που απασχολεί τις πρώτες σελίδες, αλλά εγώ σπόιλερ δεν κάμω, θα καταλάβετε τι εννοώ όταν το διαβάσετε}. Είναι ότι αυτή η γυναίκα, που τώρα καταλαβαίνω ότι δεν ξέρουμε το όνομά της και δεν μας απασχολεί, μοιράζεται μαζί μας μέρες από την επαγγελματική της ζωή, αφού μέσα απ΄΄΄’αυτή, ρεπορταζιακά καταγράφει και παρατηρεί τις ζωές των ανθρώπων.

Το μοντάζ και ντεκουπάζ των σκηνών και επεισοδίων, των ανθρώπων και των μικρών ιστοριών τους που διαρκούν όσο και μια παράδοση ή παραλαβή δ΄έματος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, σφιχτό και αποδίδον το σασπενς που μας χρειάζεται. Δεν υπάρχουν κεφάλαια, ούτε ενότητες, η ιστορία είναι γραμμένη ως ρέουσα απ’την αρχή ως το τέλος, αλλά ούτε κι αυτό μας χρειάζεται, αφού η αφηγήτρια ξέρει να κόβει μόνη της τις ιστορίες χωρίς να μπερδευτούμε, τόσο όμορφα και τόσο φυσικά, ώστε προς το τέλος όταν θα ενωθούν τα περιστατικά στη γραφή της, να μπορούμε να συνάγουμε το απαύγασμα, το απόσταγμα και το γιατί.

Οι παράξενοι ήρωες παραλήπτες ή αποστολείς, είναι άνθρωποι που όλοι μας μπορεί να συναντήσουμε αλλά η αφηγήτρια, με την πένα του συγγραφέα καταφέρνει να ρίξει πάνω τους τον προβολέα, να φέρει φως απ’το σκοτάδι μέσα, όπως συχνά λέει.

Δυο φράσεις λάιτ-μοτίβ, επαναλαμβανόμενες δηλαδή ανά τακτά διαστήματα, δίνουν απ’τη μια το στίγμα της κεντρικής ηρωίδας, αυτό του παρατηρητή, κι απ’την άλλη μας ενώνουν αφηγηματικά με την τελευταία ιστορία που είναι και η αρχική του βιβλίου.

Η σοφία που ξεπετάγεται από το αύτανδρο χιούμορ, φ΄έρνει δάκρυ άλλοτε, και την ίδια στιγμή, κελαριστό, πηγαίο, αληθινό γέλιο όπως πριν από πάρα πολύ καιρό, κι αυτό είναι προσόν. Με την κυρία Χρυσοστόμου, μου ήρθε γέλιο έως δακρύων και αντηλαλούσε σ΄’όλα τα βότσαλα της παραλίας. ΄ ‘Αλλοτε πάλι είναι πικρό, καυστικό χιούμορ που σε σημαδεύει καλύτερα από την πιο σοβαρή ή σοβαροφανή ανάλυση.

Με αρχικό στίγμα τη διεύθυνση, την οδό του συμβάντος, ο συγγραφέας αποδεικνύει πόσο όσο ενδεικτική είναι, άλλο τόσο είναι και τυχαία, αφού τα όσα συμβαίνουν θα μπορούσαν να συμβούν οπουδήποτε. Και οποτεδήποτε.

Το θέμα του χώρου απασχολεί τον συγγραφέα όσο και το θέμα του χρόνου. Επομένως το θέμα του θανάτου αντάμα με το θέμα της αγάπης, κυρίαρχα πάντα θέματα της λογοτεχνίας, αποτελούν κι εδώ κι απλώνονται από την αφηγήτρια ως κεφαλαιώδη και ως ρυθμίζοντα τις εξελίξεις και το δρόμο της ζωής.

Ο πόνος, επίσης είναι ένα ζήτημα που απασχολεί. Η απώλεια και πώς τη διαχειρίζονται οι άνθρωποι. Η κοινωνική αντισυμβατικότητα και η συμβατικότητα, η μοναξιά και οι μικρές τραγωδίες που θραύσματα τους ανακαλύπτονται πίσω από κλειστές ή μισάνοιχτες πόρτες.

Συμπερασματικά, ο κόσμος μας περιγράφεται, με απλές λέξεις, με τρανταχτές εικόνες όσο κι απλές, με κινηματογραφικές λεπτομέρειες ενός διευθυντή φωτογραφίας, που δε θέλει να κάνει το Ραν, ή μια επική ταινία, δεν θέλει να φτιάξει ένα ρομαντικό αριστούργημα με τα ειδυλλιακά τοπία. Είναι περισσότερο μια αλμοδοβαρική ματιά, αυτή των κουρελιών που τραγουδάνε ακόμα, έχει πινελιές από τους Αισθηματίες, και την ίδια στιγμή από τους Ατσίδες με τα Μπλε, αλλά και από τις ταινίες του Ντε Σίκα, του Αντονιόνι, στιγμές του Αγγελόπουλου, για να καταλήξει στο Ρόμα ως ατμόσφαιρα, του Κουαρόν.

Η σκηνή από το χωριό ως το σπίτι και η ξιφομαχία στο χιόνι είναι υψηλή κινηματογραφία..

Οι ιστορίες του Χρήστου Οικονόμου έχουν αξία, χρώμα και μουσική. ‘Εχουν και διάρκεια ως αποτύπωμα στη μνήμη. Μένουν. Γι’αυτό, επειδή θέλω να το καλοχωνέψω,

Πες του, το αγάπησα και θα το ξαναδιαβάσω.

ΔΕΊΤΕ εδώ ένα απόσπασμα

Χρήστος Οικονόμου

Πες της

Εκδόσεις Πόλις

Σελιδοδείκτης | 120 Γραμμάρια | Βίκυ Τσελεπίδου | Τα έγγραφα θανάτου, εγχειρίδια ζωής.

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά

120 Γραμμάρια

Βίκυ Τσελεπίδου

Μερικές φορές, με μερικούς συγγραφείς, αδιόρατα, νιώθει ο αναγνώστης, πως ο δημιουργός γράφει γι’αυτούς. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν το συνειδητοποιεί, αγγίζει πτυχές, ταυτίζει συνειδήσεις και σκάβει πληγές πανάρχαιες ή βαθιά κρυμμένες μέσω των ηρώων του, μέσω των πράξεών τους που όσο κι αν έχει κάνει αρχικά το πρόχειρο σκαρίφημά τους, τα χαρακτηριστικά τους και πώς θα κινηθούν στην πλοκή, εκείνοι κινούνται από κάποια στιγμή και μετά αυτοβούλως και κοινώς τον γράφουν. Γράφουν δηλαδή μέσω αυτού και ζουν με την πένα του τη ζωή για κάποιους άλλους που αργότερα θα διαβάζουν τα μαύρα στίγματα σ΄άσπρο χαρτί και θα δονούνται εντός τους χορδές και τύμπανα και δακρυγόνοι αδένες.

Τούτων λεχθέντων, επισυνέβη αυτό μια ακόμη φορά, στο καινούργιο της Βίκυς Τσελεπίδου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νεφέλη, τα 120 Γραμμάρια, τίτλος που εξηγείται με το δικό της νυστερικό αφήγημα, στο τέλος του βιβλίου. Ως τότε, μας παίρνει η γραφή της απ΄το χέρι, αυτή η γνώριμη γραφή που απλή και σφιχτή ξέρει να δημιουργεί ατμόσφαιρες, να πλάθει ήρωες, να διατρέχει ιστορίες που μοιάζουν να υπήρχαν εκεί από πάντα, περιμένοντας κάποιον με ισχυρή πένα να τις αναδείξει. Να βγάλει στο φως τον πυρήνα τους, και να σκιαγραφήσει την ύπαρξη ως το μεδούλι με χειρουργική, όσο κι ευλαβικά φροντιστική, ακρίβεια.

΄Ετσι γίνεται και δω, με τις ποικίλες ιστορίες που εκτυλίσσονται σ’ένα συμβολαιογραφείο, άλλες μικρές, άλλες μεγαλύτερες, άλλες με ζωντανούς πρωτοπρόσωπους μονολόγους κι άλλες με στεγνές, φαινομενικά τυπικές περιγραφές που όμως στάζουν ενσυναίσθηση και διαγράφουν τροχιές και ισορροπίες ζωής ή αντίθετα εκρήξεις καλοδιατηρημένων σεσηπότων σχέσεων που ξαφνικά ξεδιαλύνονται και φτάνουν στην κάθαρση ή στο τέλος, με αφορμή ή κίνητρο μια συμβολαιογραφική πράξη.

Το ηθικό, το δίκιο, οι οικογενειακές σχέσεις, ο θάνατος και η επικυριαρχία του φόβου που γεννά, η επαγγελματική ηθική, η γραφειοκρατική υποκρισία, βρίσκουν τρόπο να αναδειχθούν στις ιστορίες αυτές, μεθοδικά και κεντημένα με την τεχνική της Τσελεπίδου, αλλά οπωσδήποτε με αληθινό ξεδίπλωμα και πραγματικά υποδειγματική αποτύπωση της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που ανακαλύπτει ξανά και ξανά κανείς, όταν βρεθεί με τα δικά του οικογενειακά έγγραφα, τα γράμματα, τα συμβόλαια, τα νομικά έγγραφα, ντοκουμέντα μιας ζωής που για να καταδειχθεί το μεγαλείο της χρησιμοποιούνται εδώ, φλερτάροντας υπέροχα με τους κανόνες του μυθιστορήματος-ντοκουμέντου.

Με αριστουργηματική και πάλι καταβύθιση, η οργάνωση των ιστοριών και η παράθεσή τους με συγκεκριμένη σειρά, καταφέρνει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να τον τραβήξει μέσα στις ιστορίες του κάθε επισκέπτη του συμβολαιογραφείου και να κλιμακώσει το συναίσθημα προς το βιβλίο, οδηγώντας στην κορύφωσή του στην τελευταία ιστορία.

Η επιλογή μη θέσης τίτλων στις ιστορίες, αλλά αντίθετα η παράθεσή τους τη μία μετά την άλλη χωρίς κενά, δίνει εύστοχα την επιθυμητή εντύπωση της ολότητας, της μεγάλης και μίας ιστορίας, αυτής του ανθρώπου που βαδίζει στη ζωή όμοια όπως κυλά η ζωή μέσα στο συμβολαιογραφείο: Ανάμεσα σε συμβάσεις, τυπικότητες και διαδικασίες, να επιλέγει κάθε φορά τη ροπή προς το καλό ή αντίθετα το κακό, προς τη φθορά ή προς την ένωση, προς την κάθαρση ή την αδιαφορία, την τιμωρία ή την απόδοση τιμής, τη δικαιοσύνη ή την αδικία.

Κι έτσι φτάνοντας στην τελευταία ιστορία να κάνει τον απολογισμό για όσα έζησε, όσα έκανε καλά ή όσα λάθη διέπραξε, γιατί φτάνει ένας καιρός που είναι «η εποχή που πια είχαμε αρχίσει να απομυθοποιούμε τους θρύλους μας και να καταδικάζουμε κάθε λογής ψευδαίσθηση. Δεν είναι πια η εποχή «που εύκολα βαφτίζαμε ψευδαίσθηση ό,τι δεν χωρούσε στο σχήμα που δίναμε στις αλήθειες μας».

Η λυτρωτική γραφή που περιδιαβαίνει τις καταγραφές των ιστοριών της Τσελεπίδου σ΄αυτό το βιβλίο λειτουργεί «σαν μια γέφυρα ανάμεσα στο τι πραγματικά είχε κάποια αξία και τι κάλπικο μας πουλούσαν ως αληθινό». Η χρονική στιγμή που αυτό το βιβλίο γεννήθηκε και ο καρπός της ίδιας του της ιδέας μετουσιώθηκε σε λέξεις, δεν είναι επίσης τυχαία. ΄Ερχεται μετά από μια εποχή αδιανόητου εγκλεισμού του κόσμου και των ανθρώπων. Μια περίοδο που στοιχηματίσαμε στην στέρηση ή στην αλλαγή. Στη συνείδησή μου, συμπίπτει με μια χρυσή στιγμή ωριμότητας της συγγραφέα, μετά την «Αλεπού», το «Σκύλο» τη Φιλελλήνων και το Ελλενίτ, εκεί που μπορεί πράγματι να μιλήσει για τα γνώριμα της θέματα με έναν άλλο, εξίσου προσιτό και συνεπή προς την πορεία της τρόπο.

Η ιστορία της σελίδας 64 με τον πανηγυρτζή-διοργανωτή προεκλογικής εκδήλωσης θα μπορούσε να γίνει ένα καταπληκτικό μονόπρακτο-μονόλογος με όλα τα στοιχεία της κλιμάκωσης από το απόλυτο αστείο στο δράμα με σαφείς κοινωνικές αιχμές.

Η μοναδική συγκίνηση της ιστορίας της σελίδας 18 με την ντοπιολαλιά μ΄έκανε να δω μπροστά μου τον ήρωα-πατέρα να περιγράφει την απονιά.

Ο Ντίντο ο παραδείσιος παπαγάλος, με δάκρυσε καθώς αποτύπωσε μπροστά μου όλες τις εκφάνσεις της συζυγικής-συντροφικής σχέσης και της τοξικότητας που μπορεί να έχει η κατακτητική σχέση σε κάθε επίπεδο χειρισμού.

Η απλή παράθεση ντοκουμέντων λέει τις ιστορίες χωρίς τη χρεία άλλης διήγησης, ή περιγραφικών εργαλείων, όπως αυτή με τον ιδιοκτήτη της εταιρείας Αντωνίου.

Το σπαρακτικό χειρόγραφο γράμμα μιας γυναίκας μάνας, και το αφηγηματικό εργαλείο του γάλακτος, ως στοιχείου αγάπης, ενστάλαξης φροντίδας και προαιώνιου δεσίματος σε ανθρώπους και ζώα συγκλονίζει.

Ο γέροντας προπάππος που βγαίνει στο μπαλκόνι, αδρες γραμμές που πελεκούν ένα μικρό διαμάντι αφιερωμένο στην κληρονομιά και τις ρίζες, προσφιλές και συνταρακτικό θέμα της συγγραφέα.

Και τελική, αλλά όχι έσχατη, η πυρηνική Λαζαρίδου, γράφει την ιστορία της «για μένα» και δίνει ευθεία βολή στο συναίσθημα που, όπως προαναφέραμε, αφήνεται μετά την κλιμάκωση να εκφραστεί ελεύθερο, μέσα απ΄την αδιέξοδη επιβολή της ειμαρμένης, της συμφιλίωσης με τον έσω εαυτό και τις πληγές που ζητάνε εκδίκηση μα κλείνουν μόλις αεριστούν.

Για να δηλώσουν στους ανθρώπους

«΄Οτι ναι, υπάρχει Θεός και ζυγίζει δίκαια στον καθένα τις αλυσίδες του».

Η Βίκυ Τσελεπίδου διαπράττει μια πράξη ελευθερίας με το βιβλίο αυτό.

«Μια τέτοια μέρα» πήρε τους αναγνώστες απ’το χέρι. Τους σύστησε στους ήρωες που έχουν κάτι απ΄αυτούς και τους έκανε να σχετιστούν μεταξύ τους, να ταυτιστούν οι μεν με τους δε. «Δεν ήθελε να διακόψει με το στεγνό επαγγελματικό της ύφος αυτό το άνθισμα. Τους άφησε να λένε και να λένε και να γελάνε και να εννοούν αυτά που δε λέγονται και σταύρωσε αυτή τα χέρια κι ακούμπησε την πλάτη της στην πλάτη της καρέκλας και δεν έλεγε να δώσει τέλος στο έργο για το οποίο ουσιαστικά την είχαν καλέσει να καθίσει ανάμεσά τους στο μεγάλο εκείνο τραπέζι».

120 Γραμμάρια

Βίκυ Τσελεπίδου

Εκδόσεις Νεφέλη

Σελιδοδείκτης | Ο νυχτερινός δρόμος | Laird Hunt

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά

Ο νυχτερινός δρόμος

Laird Hunt

Αφοπλιστική πένα, σαν τα καλά ξυμένα μολύβια όπλα της αρχής, η γραφή του Χαντ εξηγεί σε τρεις αράδες και μπαίνει στο ψητό απ΄την αρχή χωρίς να μασά τα λόγια με τι θα καταπιαστεί. Πατριαρχία, επαγγελματικός εκφοβισμός, χειρισμός ανθρώπου από άνθρωπο, ρατσισμός και φυλετική βία, με μερικές λέξεις μπαίνουν στο κάδρο όλα, με αφοπλιστική αμεσότητα.

Και με το λεκτικό και την ωμή γλώσσα που νιώθω πως όντως θα μιλούσε ένας έγχρωμος για την πραγματικότητά του. Είναι σχεδόν σαν ραπ στίχοι, είτε πρόκειται για τη δεκαετία του 30 όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, είτε για το 2022.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η προσέγγιση επομένως, ρουφιέται άνετα από την πρώτη αράδα.

Τρομερή οργουελική αποτύπωση πριν τη Φάρμα των Ζώων, αν και η σκέψη της ηρωίδας προηγείται χρονολογικά του διάσημου μυθιστορήματος η σκηνή με το γουρούνι και η απεύθυνση σε προσωπικό τόνο:

«Θες κάτι να μου πεις, ε; Θες να μου πεις πράγματα γι΄αυτόν τον κόσμο ή τον δικό σου. Για τον κόσμο τον μακρινό. ΄Εχεις πράγματα να πεις για μένα, το βλέπω. ΄Ασχημα πράγματα. Να μου τα ψιθυρίσεις και μετά να μου φας τ΄αυτί. Να μου κόψεις στα δυο το κεφάλι. Να ξαπλωθείς πάνω μου και να βουλιάξεις στον κτηνώδη ύπνο σου.

Ποιο είναι άραγε, στ΄αλήθεια, το γουρούνι;

Διαβάστε το οπωσδήποτε.

Ο Νυχτερινος Δρόμος

Laird Hunt

Εκδόσεις Πόλις

Σελιδοδείκτης | Αυτές | Ευγενία Μπογιάνου | Εκδόσεις Πόλις

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.

Ευγενία Μπογιάνου

Αυτές

Οι Αυτές της Ευγενίας Μπογιάνου, που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πόλις, είναι εικοσιτέσσερις ηρωίδες, όσες και τα γράμματα του αλφαβήτου που μας συστήνονται μόνο με το αρχικό τους, μια και όπως λέει η συγγραφέας, δεν έχει σημασία πώς λέγονται, θα μπορούσαν να είναι κάθε γυναίκα, όλες μας μαζί, ή οι καταστάσεις που αντιμετωπίζουν. Γιατί πράγματι, το πλαίσιο της κάθε ιστορίας είναι βέβαιο ότι κάπου το έχουμε συναντήσει, ή βιώσει κι εμείς, με ή χωρίς τη χρονολογική σειρά που επίσης τηρείται στην παράθεση των ιστοριών, από την παιδική ηλικία ως τα γηρατειά και το τέλος της ζωής, το θάνατο.

Είναι όλες θελκτικές, γιατί οι ιστορίες όπως είπαμε, είναι κοινές, καθημερινές, περιγράφουν γεγονότα που μας έχουν ή θα μπορούσαν να μας έχουν συμβεί. ΄Η έχουν συμβει σε ανθρώπους που γνωρίζουμε. ΄Ετσι, καταφέρνουμε όπως και νάχει να συνδεθούμε από την πρώτη κιόλας ώρα με τις ηρωίδες, με τις διαδρομές τους, με τα ζητούμενα τους.

Οι ηρωίδες της Ευγενίας Μπογιάνου, με τη δωρική γραφή της και την πλοκή που περίτεχνα στήνει, μας παρουσιάζονται με αδρά χρώματα και χαρακτηριστικά. Αλλά παρότι η περιγραφή είναι συμπτυγμένη, είναι μεστή. Οι λέξεις της συγγραφέα, άμεσες και κατανοητές. Τίποτε δεν είναι βαθυστόχαστο ή δυσνόητο εδώ. Παρόλη την απλότητα όμως, ή καλύτερα ακριβώς χάρη σ΄αυτήν, η αμεσότητα των νοημάτων είναι καταιγιστική και μας φτάνει κατευθείαν.

Οι ηρωίδες εδώ, ή καλύτερα οι χαρακτήρες που είναι θαυμαστό πώς σκιαγραφούνται σε τόσο μικρή φόρμα, με τόσο λίγες λέξεις, ανοίγουν την αυλαία της παρουσίας τους χάρη σε μια κατάσταση, ένα γεγονός, ένα συμβάν που λαμβάνει χώρα. Μαθαίνουμε γι΄αυτές και την κοσμοθεωρία τους, τα θέλω τους, τα αιτήματα, τους πόθους, σε ελάχιστο χρόνο. Είναι γυναίκες που θέλουν να αυτοπροσδιοριστούν κι ας είναι κι η πρώτη τους φορά. Που ξέρουν τι θέλουν και τι ονειρεύονται, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά βρίσκονται απ΄την κατάκτηση των στόχων ή των προσδοκιών τους. Ποτέ όμως δεν μένουν τελικά αδρανείς. ΄Ενα σπίρτο έμπνευσης της συγγραφέα, ένα προωθητικό υλικό απογείωσης της πλοκής και προσπέλασης της πραγματικότητας στα ορια του φαντασιακού ή φανταστικού αν θέλετε, – η συγγραφέας δεν «εγκλωβίζεται» σε όρια, όρους και ορολογίες – αρκεί για να δώσει τη λύση, την κάθαρση, ή έστω την ηρωική έξοδο. ΄Η είσοδο. Πάλι όπως θέλετε πείτε το, ή πάρτε το.

Τα γραπτά αποπνέουν συνελόντι ειπείν μια ελευθερία πνεύματος που διατρέχει τις ιστορίες και τις ηρωίδες. Δεν υπακούουν σε εξωτερικούς κανόνες, δεν υπομένουν μοιρολατρικά δεν συμβιβάζονται με φόρμες ή νόρμες. Η δωρικότητα των κειμένων συνυπάρχει με την ποιητικότητα, τα πεζά σε σημεία είναι ολοκληρωμένα ποιήματα. ΄Οχι όμως με μια λυρικότητα αφελή, ή ένα ντεμέκ μελό εκβίασης συναισθημάτων. Είναι νέτη, καθαρή ποιητικότητα και θυμίζει φρέσκια ποιητική φλανεριά που συναντάμε στις μέρες μας σε συλλογές.

Τα συναισθήματα… Α, τα συναισθήματα! Και οι έννοιες. Κυρίως θηλυκού γένους, είναι παντοδύναμες. Γίνονται χαρακτήρες των ιστοριών και κατευθύνουν, στοιχειώνουν ή δαμάζουν τις ηρωίδες. Καθορίζουν την εξέλιξη της διαδρομής τους. Συγκρούονται μεταξύ τους με άλλες έννοιες και συναισθήματα, και μάχονται για την τελική επικράτηση της μιας, πάνω στην ηρωίδα. Γίνονται ρυθμιστές και προσωποιούνται αριστοτεχνικά από την συγγραφέα Ευγενία Μπογιάνου για να δώσουν την κάθαρση. Για να κεντρίσουν τις ηρωίδες να μετακινηθούν, να σκεφτούν, να αλλάξουν πορεία. Είναι θαυμάσιο το πώς το πετυχαίνει η συγγραφέας, κι αυτό σας αφήνω να το διαπιστώσετε με τα δικά σας μάτια.

Τα δικά μου δάκρυσαν αρκετές φορές, ξεχώρισα τρεις ή τέσσερις ηρωίδες, αυτές που συνάντησα στη Φωνή από Πέτρες, στο εξαίσιο Δημιούργημα Αλμύρας που έχω αποτυπώσει ήδη ηχητικά, και βέβαια η ιστορία της Θ. και της Ω. διαμάντια πελεκημένα του πυρήνα μου βαθιά που τα φυλώ με ευγνωμοσύνη. Αυτήν που έχουμε όταν νιώθουμε ότι η συγγραφέας μίλησε για μας. ΄Η ως εκπρόσωπός μας.

΄Οσο διάβαζα τα διηγήματα τα έβλεπα να ζωντανεύουν μπροστά μου με όλα τα χρώματα, τους ήχους τις μουσικές και τις λεπτομέρειές τους. Και σκέφτηκα, τι όμορφο θα ήταν να γυρίζονταν ως μικρές τηλεταινίες, ακίδες πειράγματος της καθημερινότητας, κεντρίσματα της λείας επιφάνειας της ζωής μας, μικρά ποιήματα ως είναι, με σύντομη αρχή, μέση και τέλος. Περιεκτικά, χυμώδη και στιγμιαία.

΄Οπως η καλή λογοτεχνία.

΄Οπως τα απόσταγματα ευτυχίας.

΄Οπως αυτή που θέλαμε ζωή.

Αυτές

Ευγενία Μπογιάνου

Εκδόσεις Πόλις

Η συλλογή διηγημάτων Αυτές της Ευγενίας Μπογιάνου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, θα παρουσιαστεί την 1η Νοεμβρίου στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει. Λεπτομέρειες εδώ:

Σελιδοδείκτης | Δέρμα | Βίβιαν Στεργίου

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.

Δέρμα

Βίβιαν Στεργίου

Μόλις χτες βράδυ τελείωσα την ανάγνωση αυτού του σπουδαίου βιβλίου. Μόλις τώρα τελείωσα την αφήγηση ενός κομματιού που θεωρώ θεϊκό, προς το τέλος, από το διήγημα «Γυναικολογικός Υπέρηχος», στο Δέρμα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. ΄Οταν ήμουν στη μέση, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μια απ΄τις πρώτες παρουσιάσεις και να γίνω μάρτυρας στις συζητήσεις που το ίδιο ήδη είχε ανοίξει απ΄την ώρα που πρωτοδιαβάστηκε.

Κοντολογίς, επί μήνες, κουβαλούσα το Δέρμα μαζί μου, και με έφερε. Σαν δεύτερο δέρμα αρνιόμουν να το αφήσω, να το τελειώσω, να του επιτρέψω να ξεκολλήσει από πάνω μου. Χρειαζόμουν την αλήθεια του, τον αυθορμητισμό του, τη μοναξιά, την απαξίωση των πάντων για να αλλάξουν, μέσα απ΄τη γραφή. Μέσα απ΄τη ζωή.

Η συλλογή διηγημάτων που αποτελεί το Δέρμα, δένεται με ένα αόρατο στην αρχή, ορατό στη συνέχεια, ξεκάθαρο όσο βαίνει ο αναγνώστης προς το τέλος. Είναι ένα σκοινί τραχύ, με ξέφτια, απ΄αυτά που είχαμε μικροί και όταν πετούσαμε αετό μας πλήγιαζαν τα δάχτυλα, στις κλειδώσεις. Το Δέρμα είναι αποφασισμένο να τα πει κι ας πονέσεις. Να πετάξεις αφού σου πει πόσο επικίνδυνα είναι, πόσο μόνο νιώθει, πόσο εγκλωβισμένο έχει υπάρξει. Είναι η φωνή του τέτοια.

Φωνή ενός μιλλένιουμ, δηλαδή ενός ενήλικα γεννημένου αυτόν τον αιώνα, ή λίγο πριν το τέλος του προηγούμενου. Και σου πετάει την αλήθεια του σκασμένο. Στα μούτρα. Πάρε να ΄χεις. Δεν στρογγυλοποιεί, δεν ωραιοποιεί, δεν σου τα φέρνει με τρόπο. Είναι η φωνή του ενήλικα που ξενιτεύτηκε, αυτού που αναγκάστηκε ή νόμισε ή ονειρεύτηκε έναν καλύτερο κόσμο και διαψεύδεται. Aυτ@ που ζει στην ιντερνετική πραγματικότητα και στην πραγματική ζωή σε αέναη αλληλεπίδραση.

Είναι η φωνή όλων των εφήβων ή κάπου από τα 20 και μετά, που δε μιλάνε κι εσύ νομίζεις πως δεν έχουν και κάτι να πουν. Ω, έχουν και παραέχουν. Και είναι αυτή η εικόνα του κόσμου που τους φτιάξαμε, η κοινωνία όπως την αντιλαμβάνονται. Και την έχουν αντιληφθεί μέχρι κεραίας. Με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Ξέρουν καλά τη θέση της γυναίκας στη ζούγκλα της αγοράς, τη θέση του εργαζόμενου πτυχιούχου στην εκμετάλλευση του καπιταλισμού, την απαξίωση των πτυχίων, τον ρατσισμό, τον φασισμό, την ξενοφοβία. Ξέρουν καλά τα πατώματα, τις παγίδες, την ομορφιά του έρωτα. Το μεγαλείο της αγάπης, τη ζεστασιά της γονεϊκής αγκαλιάς. Την ανάγκη της ρίζας.

΄Ολα τα έχουν καταλάβει. Και τα συμπλέγματα των γονιών, και τα δικά τους αδιέξοδα, τις προσδοκίες που τους φόρτωσαν και αδυνατούν ή απλά αρνούνται να εκπληρώσουν. Γιατί πολύ απλά προηγούνται οι δικές τους. Η γραφή της Βίβιαν Στεργίου, είναι γροθιά στο στομάχι. Είναι γραφή διαβασμένη με πολλά βιβλία, αλλά απλή. Καθημερινή. Εξονυχιστικά άμεση. Τόσο, που σε στιγμές σου κόβει την ανάσα με την αλήθεια της, και τη λεπτομέρεια των περιγραφών.

Η γραφή του Δέρματος είναι επίσης ταξίδι σε χώρες και κουλτούρες. Σε προορισμούς που εγγράφονται με την καλαισθησία και την οδύνη της δερματοστιξίας, όπως αρμόζει. ΄Οχι με την μορφή του περιηγητή ή του τουρίστα. Αλλά του πλάνηττα, του επιζώντα απ΄την επίδραση του τόπου.

Οι ιστορίες περιέχουν αδιέξοδους ήρωες, αλλά εξαιρετικά καθημερινούς. Τύπους ή τύπισσες που έχεις δει να περπατάνε στο δρόμο, που τους έχει συναντήσει σε κοινωνικές συναναστροφές. Που τους είχες λατρέψει ή μισήσει, αλλά δεν είχες σταθεί ποτέ ν΄ακούσεις την έσω τους φωνή, κι η Στεργίου τώρα τους δίνει βήμα. Με όση φρίκη ή εξύψωση κι αν εμπεριέχεται σ΄αυτό. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιεί την πρωτοπρόσωπη γραφή κι έτσι η επίδραση του ήρωα πάνω στον αναγνώστη καθίσταται καταιγιστική. ΄Αλλες πάλι γίνεται το πρόσωπο που μιλά για τον ήρωα ή την ηρωίδα, κι η διεισδυτικότητα του αφηγητή στη σκέψη του ήρωα και στην ψυχοσύνθεσή του είναι συγκλονιστικής αμεσότητας.

Δεν πρέπει να βιαστείς να το διαβάσεις. Σου αρμόζει να σταθείς να το αντιμετωπίσεις. Ειδικά αν είσαι γονιός με παιδί στην ηλικία της συγγραφέα περίπου, θα μάθεις πολλά. Θα αναγνωρίσεις με δάκρυ ή χαμόγελο άλλα. Με περισσή πίκρα θα πάρεις την πίκρα των «παιδιών» ολόκληρη. ΄Ετσι γιατί πρέπει επιτέλους να αντέξουμε ν΄ακούμε.

Νομίζω αυτό θα κάνει πολλούς να ταυτιστούν. Το γεγονός ότι η Βίβιαν Στεργίου καταφέρνει να κάνει τη φωνή της φωνή πολλών. ΄Οσων δεν είχαν μιλήσει και δεν ήξεραν πώς να τα πουν, και η συγγραφέας τα λέει έτσι ακριβώς όπως ήθελαν. Και είναι η σωστή ώρα, γιατί στην πόλη επιτέλους όλοι

Μιλάνε.

Το βιβλίο αυτό, θα σας συναρπάσει και θα σας ξεβολέψει και θα σας κάνει πλουσιότερους. ΄Ετσι όπως μόνο τα καλά βιβλία ξέρουν να κάνουν. Θα σας κάνει επίσης να γκουγκλάρετε ταξίδια. Να ονειρευτείτε τον κόσμο μέσα απ΄τα μάτια ενός νεαρού ενήλικα που ξέρει πολύ καλά τι θέλει, τι σκέφτεται και τι νιώθει. Δεν θα σας δώσει απαντήσεις, θα σας βάλει ερωτήματα που ίσως δεν σας είχαν περάσει απ΄το μυαλό, ή τα ξέρατε και προσπερνούσατε.

Και την επόμενη φορά που θα θελήσετε ν΄αρχίσετε μια φράση «Οι νέοι σήμερα….» θα το σκεφτείτε δυο φορές.

΄Οσο για μένα, αν ισχύουν τα μισά για το δικό μου παιδί, απ΄όσα νιώθονται και λέγονται και αντιμετωπίζονται σ΄αυτό το λαμπρό βιβλίο, δυο πράγματα σκέφτομαι:

Πρώτον, έχω κάνει καλή δουλειά.

Δεύτερον, έχω πολλή δουλειά ακόμα.

Δείτε ένα απόσπασμα του βιβλίου, εδώ:

Δέρμα

Βίβιαν Στεργίου

Εκδόσεις Πόλις

Σελιδοδείκτης | ΄Ησυχα να πας | Ούρσουλα Φωσκόλου.

Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.

΄Ησυχα να πας

Ούρσουλα Φωσκόλου.

Η μαγεία του πλανήτη Γκλίζε με τύλιξε αύτανδρη από τις πρώτες αράδες του βιβλίου. Δεν είναι δύσκολο να συμβεί στον αναγνώστη αυτό. Ακόμα, λόγω της ατμόσφαιρας που δημιούργησε η γραφή της Ούρσουλας Φωσκόλου, από την αρχή ως το τέλος, δεν αισθάνθηκα ότι αποχωρίστηκα το βιβλίο τελειώνοντάς το, αλλά ότι το φέρω μαζί μου. Και με φέρει εξίσου. Κι αυτό είναι πολύτιμο τις λίγες φορές που συμβαίνει.

Διότι πράγματι, η νουβέλα αυτή, έτσι όπως τοποθετείται και ξεκινά να μας βάλει στον κόσμο της, δεν είναι ένα απλό sci-fi, ή μια ιστορία που εντάσσεται στην κατηγορία του φανταστικού. Μας πείθει η αφήγηση ότι πρόκειται κυρίως για μια προβολή του μέλλοντος στο παρόν. Τουλάχιστον όσον αφορά το χώρο στον οποίο τοποθετείται. ΄Ενα ζευγάρι φτάνει στον νεοαποικηθέντα πλανήτη Γκλίζε, όπου όλα λειτουργούν ευνοϊκά, ήσυχα και κυρίως πράσινα. Σε αντίθεση δηλαδή, με την αποτυχημένη περιβαλλοντολογικά πραγματικότητα του πλανήτη Γη.

΄Ολα αρχίζουν για πρώτη φορά μετά από καιρό καλά. Σωστά. Με ευοίωνη αύρα. Στα πάντα. Η Ούρσουλα Φωσκόλου εδράζει το νέο σκηνικό σε συνταρακτικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας κι εμείς καθόμαστε αναπαυτικά και εντασσόμαστε στη νέα καθημερινότητα που περιγράφει. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο. ΄Ενας κόσμος περιβαλλοντολογικά σεβόμενος τον άνθρωπο, αλλά πρωταρχικά επιτέλους τη Φύση. ΄Ενας κόσμος απαλλαγμένος από κάθε άγχος, κίνδυνο και ανησυχία της δικής μας ζωής εδώ και χρόνια.

Ξεκουράζει τον αναγνώστη η Γκλίζε. Ο νέος αυτός πλανήτης γίνεται και δικό μας σπίτι όπου ξεκινάμε μια νέα, έστω και λογοτεχνική μόνο, ζωή κι απολαμβάνουμε. ΄Ισως γι΄αυτό πήρα με χαρά, «μακάρια και ευτυχής» στο πρόσφατο μικρό ταξίδι μου το βιβλίο, βεβαία ότι θα είναι ένα ταξίδι, μέσα στο ταξίδι, ότι θα γίνει, όπως λίγα βιβλία για μένα, ζωή.

Και πράγματι αυτό συνέβη, στο πρώτο νησιώτικο ηλιοβασίλεμα. Ο μύθος και ο μίτος της Ούρσουλας Φωσκόλου, που τη μαεστρία του είχα θαυμάσει ακόμα από τα παραμύθια του Δύο, με τύλιξε ανύποπτα κι εγώ εισήλθα και βολεύτηκα ευχαρίστως.

Στο νέο πλανήτη, την πανέμορφη Γκλίζε, η Ολίβια ξεκινάει με το σύντροφό της Θάνο μια καινούργια ζωή. ΄Ομως γρήγορα ανακαλύπτει μια άλλη, κρυμμένη, ενδιαφέρουσα ζωή, στον μυστήριο βυθό του εργαστηρίου όπου απασχολείται. Κι αυτός ο βυθός, δεν είναι διόλου δυσοίωνος.

Είναι μπερδευτικός, ναι. ΄Οπως οι δοξασίες της κοινωνίας, τα στερεότυπα, οι εγγεγραμμένες πεποιθήσεις. Αυτές, χωρίς να ξέρω τη συνέχεια, τις βούτηξα κι εγώ στα πελαγίσια νερά εκείνου του ταξιδιού και βγήκα μια άλλη, όπως η Ολίβια. ΄Η μήπως, όπως εκείνη, βρήκα επιτέλους τον εαυτό μου; Την πραγματικότητα που μου αξίζει; Την ενέργεια που ενστερνίζονται βαθύτερα κομμάτια μου;

Μήπως βρήκα όπως εκείνη, τη σύνδεση μου με τις ρίζες; Τη συμφιλίωση με την ταυτότητά μου και με το παρελθόν; Μήπως κατέρριψα τους οικογενειακούς μύθους τη βοηθεία του ΄Εσπερου, της εταιρείας που όλοι κουβαλάμε χωρίς να το ξέρουμε, και ξανάγραψα από την αρχή την προσωπική μου ιστορία;

΄Ολα αυτά συμβαίνουν σ΄ένα βιβλίο, που όμως φλερτάρει έντονα με το να το βλέπεις μπροστά σου ως ταινία, με τόσα χρώματα, αρώματα, σκηνικά, μουσικές και ψηφιακή επεξεργασία. Τέτοια που να σεπαραπέμπει σε στιγμές στο ΄Αβαταρ ως αύρα, και έτσι να αναρωτιέσαι: Μα σίγουρα, δεν το έχει υποβάλλει ήδη για σειρά ή ταινία στο Νέτφλιξ; Μα σίγουρα δεν θα ήταν περήφανος ο Σπίλμπεργκ να σκηνοθετήσει αυτό το σενάριο;

Στο δεύτερο μέρος, στη Γη, για το οποίο προσπαθώ σθεναρά να μην κάνω σπόιλερ, η ανατροπή είναι καταιγιστική. Κανείς δεν φαντάζεται, τι πρόκειται να αποκαλυφθεί. Τι πρόκειται να ακολουθήσει, ή μήπως να προηγηθεί;

Κι αυτό που καταλήγει να συμβεί, όταν η ανάσα μας με την πλοκή ευχάριστα κοπεί, είναι η απόλυτη δικαίωση. Είναι ο θρίαμβος της μνήμης και η λύτρωσή της από κάθε αχρείαστη πτυχή. Στα υπόγεια και στα λαγούμια των βυθών του εργαστηρίου η μυθοπλόκα συγγραφέας, έχει υφάνει τόσο προσεκτικά και με τέτοια αντιστοίχιση με την πραγματικότητα, ένα λάβαρο λευτεριάς. Κι έναν ΄Υμνο.

΄Υμνο στην Αγάπη, τη λεύτερη, την αγνή, την ήσυχη. Την Απόλυτα Δικαιωμένη απ΄τους Ανθρώπους σ΄αυτό που προόρισται να είναι. Το υπέρτατο συναίσθημα πλήρωσης των πάντων. Απάλειψης των βασάνων. Εξάλειψης του πόνου και των διακρίσεων, κάθε είδους, τελικής δοξολογίας του ΄Ερωτα, άφυλου και ολόκληρου. Ανάστασης της Ζωής όπως τη θέλουμε. Επανεγκαθίδρυσης της αλληλεγγύης, της άνευ νόρμας συντροφικότητας, της συναδέλφωσης. Και αμέσως, κυριαρχίας της πολύπόθητης, μα τόσο απλής τελικά στα σημεία, ευτυχίας. Πέρα και πάνω από κάθε ιδέα κι εικόνα πλάθουμε γι΄αυτή.

΄Ετσι που η Ολίβια, καταλήγει να χάνει το μέσο γιώτα. Και να βαφτίζεται από τον αναγνώστη, Ολβία.

Σας μπέρδεψα; Χαίρομαι. Αφήστε το βιβλίο να σας ταξιδέψει ή πάρτε το μαζί σας στο ταξίδι να γίνει μέρος του. Γίνεται εσείς κομμάτι του. ΄Οπως και νάχει, καλύτεροι θα βγείτε.

Τότε το ακουστικό σας το εσώτερα βαθύ θα δονηθεί και μια φωνή απαλή, ήσυχα θα ακουστεί:

«Μακάριοι κι ευτυχείς να είστε».

΄Ησυχα να πας

Ούρσουλα Φωσκόλου

Εκδόσεις Κίχλη.

Φωτογραφία: Εύη Τσούτσουρα

Ούρσουλα Φωσκόλου

Η Ούρσουλα Φωσκόλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Σπούδασε Νομικά και εργάζεται ως γραφίστρια και web designer. Συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού Φρέαρ και επιμελείται τη σελίδα του στο διαδίκτυο. Μεταφράσεις και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Κίχλη.

Η Παναγία των εντόμων

Σελιδοδείκτης | Γκράχαμ Γκρην, Καμένο Χαρτί| Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

Της Μαρίνας Καρτελιά.

Φωτογραφία: Μόνικα Κρητικού

Τόσο μεγάλη θλίψη στον αποχωρισμό ενός τόσο σπουδαίου βιβλιου… Ενός βιβλίου που μιλά ανοιχτά για το Τραύμα σε μια εποχή που ο κόσμος όλος εξετάζει το ίδιο το Τραύμα να δει αν υπάρχει. ΄Οπως η Πίστη, στο Θεό, ή στη ζωή ή στην Αγάπη, ή σε κάτι που σε κρατά ζωντανό. Κι όχι απλό επιζώντα.

Μπήκα κι εγώ συντροφιά στην αναζήτηση του ήρωα για το Πεντελέ του, το μαγικό αυτό μέρος ή αίσθημα που σε ολοκληρώνει, που δίνει νόημα, αυτό που τελικά σε κρατά στη ζωή ή σε γεμίζει θλίψη, όπως τον Ντέο Γκράτιας, τον μπόη δίχως άκρα, δίχως άκρη….

Ο Γκραχαμ Γκρην μας συναντά σ΄αυτό το πολύ σπουδαίο μυθιστόρημα, από τις Εκδόσεις Πόλις, και σε μια εποχή που ένα βιβλίο που εκτυλίσσεται σε ένα λεπροκομείο στο Βελγικό Κονγκό, αντέχεται να διαβαστεί. Γιατί έχουμε πανδημία, γιατί νοσούμε, γιατί μοιάζει ανεκτό – ή απαραίτητο πια – να διαβάζουμε για κάτι φρικτότερο. Γιατί η ίδια η φρίκη έχει γίνει μέρος της ζωής μας.

Ο Κερύ, φτάνει στο Βελγικό Κονγκό, εκεί που ενσυνείδητα ή ασυνείδητα επιλέγει ως τέλος της διαδρομής, ως τέλος του κόσμου. Ακρωτηριασμένος από τον ίδιο του τον εαυτό, την επαγγελματική του ταυτότητα, τη διάθεση για ζωή, την πίστη, χωρίς να πιστεύει δηλαδή σε τίποτα, απογυμνωμένος από αξίες που μας κρατάνε ζωντανούς που μας κάνει να παλεύουμε. Ο Γκράχαμ Γκρην χτίζει αυτόν τον χαρακτήρα που δεν μοιάζει να έχει ανάγκη από τίποτε, που έχει παραιτηθεί από τις αξίες των ανθρώπων, που δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού. Κι εκεί, στον άτοπο και άχρονο τόπο ενός λεπροκομείου, έρχεται αντιμέτωπος με όσα θέλει να πει: Την αθεϊα, την χειραγώγηση της πίστης από την Εκκλησία, την εξουσία που εκείνη αντλεί από την διαδικασία, προκειμένου να εδραιώσει τη θέση της στον κόσμο, στον κοσμικό χαρακτήρα της θρησκείας, που απέχει πόρρω από την ατόφια έννοια της Πίστης.

Ο δρόμος του Κερύ προς αυτό που μοιάζει να είναι η προσωπική του γαλήνη, ο δρόμος με τελικό προορισμό το Πεντελέ, δυσχεραίνεται ακόμη από τους παράπλευρους χαρακτήρες της ιστορίας: Τους ιερείς, τον Ρικέρ, και προπάντων το γιατρό Κολέν, που νομίζω πως είναι η φωνή του συγγραφέα…

Η θεώρηση λοιπόν της θρησκευτικής εκμετάλλευσης της πίστης, η απογύμνωση του ανθρώπου από τα ιδανικά και τις παραδεκτές ως αρετές, το καθήκον της λατρείας και της αγάπης, ως ιδέας και όχι ως βιωμένου συναισθήματος, η αναζήτηση του εσώτερου εαυτού μέσα απ΄την αποδοχή της ασημαντότητας, είναι μονοπάτια που τραβάει ο Κερύ χωρίς να το συνειδητοποιεί κι ο ίδιος. Εδώ έγκειται η συγγραφική μαεστρία, που σκηνογραφεί το απόλυτο σκοτάδι στην αρχή, αφήνοντας μικρές χαραμάδες φωτός στην εξέλιξη της πλοκής, ώστε να φτάσει στο φως στην άκρη της διαδρομής. Η αντιδιαστολή από τη σκοτεινή ζούγκλα ως το φωτεινό νοσοκομείο είναι η οδός του μαρτυρίου κάθε ανθρώπου που αναζητά να μάθει ποιος είναι. ΄Οχι ποιος τον θέλουν να είναι.

Τόσο φρέσκο αυτό το μυθιστόρημα, μιλά ακόμη και για τη δύναμη των μέσων ενημέρωσης, τόσο τρανταχτά όσο θα μπορούσε να φανταστεί ο συγγραφέας ότι θα εξακολουθεί να είναι η επιρροή τους, ακόμη και σήμερα. Και είναι. Χίλια παραδείγματα που πρωταγωνιστούν στην επικαιρότητα και ο χειρισμός τους από τα μέσα για καλό ή κακό σκοπό, για τη διαμόρφωση μιας υποτίθεται «κοινής γνώμης», μας έρχονται στο μυαλό διαβάζοντας, μια και η αντιμετώπιση της είδησης ή της φαλκιδευμένης αλήθειας ανάλογα με το πώς βολεύει να παρουσιαστεί, αναδεικνύεται εδώ τόσο ίδια κι απαράλλαχτα με το σήμερα, που μας αφήνει εμβρόντητους.

Η καταπληκτική μετάφραση με τις επισημάνσεις και απαραίτητες πληροφορίες για την εποχή και τις αναφορές του κειμένου του Αχιλλέα Κυριακίδη μας επιτρέπει να μπούμε στο κείμενο κατανοώντας πλήρως και να βυθιστούμε στο ρυθμό του και στις λέξεις του συγγραφέα.

Κι η ατμόσφαιρα του βιβλίου μας στέλνει σε απευθείας συνομιλίες με άλλα βιβλία, καθώς ο νους πηγαίνει αβίαστα στο Νήμα της Βικτώριας Χίσλοπ που τη φαντάζομαι να αντλεί σπαράγματα από δω. Και στη δοκιμιακή μορφή που ίσως αυτό το βιβλίο θα είχε, με όρους Εμμανουέλ Λεβινάς ή Σταύρου Ζουμπουλάκη, από απόψεως χειρισμού και ανάλυσης θεματολογίας. Και παραπάνω από μία φορές, το έβλεπα να διαδραματίζεται μπροστά μου, πότε ως θεατρικό έργο στο Ηστ Σάιντ, πότε ως ταινια σε τεχνικολορ, πάντα όμως με πρωταγωνιστή, τον Γκρέγκορυ Πεκ.

Ο ίδιος πάντως ο Γκράχαμ Γκρην, – στέκομαι πολύ ταπεινά σε όσα έχω να καταθέσω για το αποτύπωμα της γραφής του στα αναγνωστικά μου κύτταρα – καταφέρνει να ελέγχει το ρυθμό της αφήγησης, αργά στην αρχή κι όσο κορυφώνεται η δράση και το δράμα, πιο γρήγορα, παίζοντας με τις εικόνες και τα χρώματα με κινηματογραφική μαεστρία που αναδεικνύει σε ρόλο-χαρακτήρα, τη φωτογραφία και το μοντάζ των σκηνών. Ταυτοποιεί έτσι την τοπιογραφία με τη δικαιολόγηση της δράσης, η εξέλιξη της ιστορίας είναι αυτή γιατί βρισκόμαστε αυτή την εποχή στο Βελγικό τότε Κογκό. Κι όχι αλλού. Γι΄αυτό η χρονική στιγμή και το θάρρος του συγγραφέα να μιλήσει γι΄αυτά τα θέματα στα 1960, αποτελεί και ηθογραφία σημαντική της εποχής που σκιαγραφεί και στηλιτεύει.

Καταφέρνει, παράλληλα, με αριστοτεχνικό τρόπο και κάτι άλλο, θαυμαστό: Να σπάει το μελό και το τραγικό με υποδόριο χιούμορ, ενίοτε μαύρο, πάντως πάντα λεπτό.

Το βιβλίο όσο διαβαζόταν γέμιζε υπογραμμίσεις, που σημαίνει ότι δεν είναι απλώς τσιτάτα ή η άποψη του συγγραφέα. Είναι η αλήθεια του ήρωα αλλά και η δική του και γι΄αυτό συνταυτισμένη με μιαν αλήθεια που προσπαθεί να προσεγγίσει ο καθένας μας διαβάζοντας ένα βιβλίο μαρτυρικό όπως αυτό. Μαρτυρικό γιατί στέκεται με τη μαρτυρία της αλήθειας που ο καθένας μας κουβαλά χωρίς να το ξέρει.

Της πίστης ή της απομάκρυνσης απ΄αυτήν. Της αμφισβήτησης της αλήθειας που μας παραδόθηκε ως οικογενειακός μύθος ή δοξασία που μετετράπη σε πεποίθηση και την οποία χρωστάμε να τη στήσουμε απέναντί μας και να καθρεφτίσουμε τον φταίχτη εαυτό. Να τον δικάσουμε.. Να τον ρωτήσουμε επιτακτικά προσδοκώντας να πάρουμε απαντήσεις για να πορευτούμε παρακάτω. Να διαχειριστούμε δηλαδή το προσωπικό μας τραύμα βγαίνοντας απ΄το ίδιο μας το εγώ και αντιμετωπίζοντας την αλήθειά μας κατάματα. ΄Ισως στο τέλος αυτής της διαδρομής, βρίσκεται η γαλήνη. Και η πραγματική ελευθερία. Του Κερύ και του αναγνώστη.

Κι ίσως αυτό έκανε ο Γκραχαμ Γκρην. Μας έδειξε τον τρόπο να φθάσουμε στην κάθαρση, στη θέωση μέσα απ΄την αθεϊα. Και οδήγησε τα βήματα ενός καθημερινού χαρακτήρα, κάθε άλλο παρά ήρωα, -κι ας θέλουν να τον χρίσουν τέτοιο για να υπάρξουν οι γύρω του – ως τη στιγμή που δεν τον χρειαζόταν πια. Ως τη στιγμή που είχε πάψει να είναι λεπρός και ακρωτηριασμένος. Ως τη στιγμή που είχε γιατρευτεί. Ως τη στιγμή που είχε πάψει να είναι ή/και να νιώθει καμένο χαρτί.

Γιατί ήταν η στιγμή που όλοι καταλάβαμε, φτάνοντας ο καθένας στο δικό του Πεντελέ, και βλέποντας κι ότι ο Κερύ είχε επιτέλους φθάσει, πως είπε όλα όσα αληθινά και θαρρετά είχε να πει. Κι αυτό που είναι που καθιστά ένα βιβλίο όπως αυτό,σπουδαίο.

Καμένο Χαρτί

Γκράχαμ Γκρην

Εκδόσεις Πόλις

Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

Σελιδοδείκτης | Ο μικρός Γκοντάρ | Μαρία Γαβαλά

Της Μαρίνας Καρτελιά.

Μαρία Γαβαλά

O μικρός Γκοντάρ. 

«Στεκόμαστε απέναντι σε έναν πόλεμο,κ από τους πλέον σκληρούς κι απάνθρωπους. ΄Όχι όμως, δεν κάνουμε ταινία στρατευμένη υπέρ των μέν και κατά των δε. Δεν είμαστε ούτε πολιτικοί αναλυτές ούτε ιστορικοί πολέμων. Ούτε τηρούμε ίσες αποστάσεις από τα επεισόδια του πολέμου. Δεν είμαστε κοινωνιολόγοι και πολύ περισσότερο, δεν είμαστε εθνογράφοι. Φέρνουμε στην επιφάνεια συγκεκριμένα γεγονότα, όπως συνέβησαν – αυτά μιλούν κι όχι εμείς, εμείς δεν δοξάζουμε και δεν δικάζουμε κανένα. Ούτε καν ζητούμε, επίμονα, να καταλάβουμε. Τι να καταλάβεις από την κόλαση του πολέμου; Ο διάβολος μόνο μπορεί να απαντήσει. Εμείς αναζητούμε ίχνη ζωών που χάθηκαν, επειδή το οφείλουμε στους νεκρούς και στους ζωντανούς που εξακολουθούν να τους αγαπούν.» 

Το βιβλίο αυτό, ο μικρός Γκοντάρ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις και αποχαιρέτισα τελειώνοντας σήμερα με παίδεψε αρκετά. Με την έννοια του παιδεύω, διαμορφώνω δηλαδή καινούργια συνείδηση μέσα απ΄τα βιβλία. Γιατί όντως δεν προσφέρεται για χαλαρό ανάγνωσμα, για επιφανειακή ψυχαγωγία ούτε καν για διασταυρωτική άποψη και εξ απαλών ονύχων γνώμη. 

Το βιβλίο αυτό δεν είναι από αυτά που ρουφάς, γιατί προσέχεις κάθε λέξη. Κάθε εικόνα, κάθε μικρό κομμάτι καμβά που κεντιέται προσεκτικά. Με κινηματογραφική αφοσίωση και ματιά, που για να τη θαυμάσεις δεν είναι απαραίτητο να ξέρεις τα έργα και τις ημέρες της συγγραφέα Μαρίας Γαβαλά στην τέχνη του κινηματογράφου. Το βιβλίο σε ρουφάει αυτό. Σε παίρνει χωρίς να το υποπτευθείς στον κόσμο μου και σε βουτά να τον δεις ολόκληρο. Δεν κρύβει τίποτε από την αλήθεια, ούτε την ασχήμια, ούτε τη θλίψη. 

Είναι ένα θλιβερό βιβλίο; Μα όχι, αλλά ας αρχίσουμε από τον τίτλο και από το εξώφυλλο πριν ταξιδέψουμε στα έγκατά του. Ο μικρός Γκοντάρ δεν απαιτεί από σένα να ξέρεις τι είναι κινηματογράφος και ποιος είναι ο Γκοντάρ για να βυθιστείς στο ταξίδι του. Δεν απαιτεί για την ακρίβεια, τίποτε… Είναι γραμμένο με το μάτι ενός κινηματογραφιστή που θέλει να σου μιλήσει με εικόνες. Που ελάχιστες φορές σου μιλά για τα συναισθήματα, αλλά σου τα αποκαλύπτει με εικόνες. Με λέξεις. Με την περιγραφή ας πούμε του Παρισιού. 

«Η φαντασία μου ταξιδεύει με τρένο κι επειδή δεν βλέπει τις ράγες, νομίζει ότι πετάει με τα δικά της φτερά, κάπου τα ΄μαθα όλα τούτα, στα διαβάσματά μου πιθανόν – […]» 

΄Ένα Παρίσι που πόρρω απέχει από το τουριστικό με τα όμορφα δρομάκια και το υπέροχο ποτάμι, τα ιστορικά αξιοθέατα. ΄Ένα Παρίσι του μετανάστη, του πρόσφυγα, της εργατιάς. Το καταφρονεμένο αυτό που ζεί και υπάρχει και στην εποχή του βιβλίου, αλλά όπως θα διαπιστώσεις, ως προς αυτό ελάχιστα έχουν αλλάξει.  Με την έννοια ότι και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι καταφρονεμένοι, μετανάστες ή πρόσφυγες, έγχρωμοι που τώρα πια είναι Γάλλοι πολίτες, αλλά παρόλα αυτά σε πλείστες περιπτώσεις ζουν στις ίδιες άθλιες συνθήκες, σε πολυκατοικίες άχρωμες, σε τσιμεντένια κουτιά, χωρίς τις στοιχειώδεις ανέσεις, όπως αυτά που ακούσαμε και πρόσφατα να καίγονται σε πυρκαγιά από γκάζι ή κάτι άλλο που άναβαν για να ζεσταθούν κι έχουν δυστυχώς θύματα. 

Αυτός είναι ο ένας πόλος τοπιογραφίας και συνθήκης. Το Παρίσι του 69, που βγαίνει από το Μάη του 58, και ιδιαίτερα το Παρίσι των Αλγερινών, ή των Γαλλοαλγερινών, που επαναδιεκδικούν στοιχειώδη δικαιώματα στη σκιά της διωγμένης από την Αλγερία γαλλικής αποικιοκρατίας. Και συνειδητοποιείς κι εδώ πόσο σημερινό σου φαίνεται, πόσα λίγα τελικά έχουν αλλάξει από τότε, στις κυβερνήσεις που έθρεψαν τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία και τώρα βρίσκουν άλλους τρόπους να εφαρμόζουν τις ίδιες στρατηγικές. 

Κι ο δεύτερος πόλος είναι η χουντοκρατούμενη Ελλάδα και Αθήνα του 69, μιας και στους κόλπους μιας αστικής οικογένειας με ελεύθερη όμως συνείδηση μεγαλώνει η ηρωίδα του βιβλίου, η Λουκία Βακαρή, που σπουδάζει κινηματογράφο στο Παρίσι. Κι έτσι, με τη φρέσκια λεπτομερή ματιά της, καταλαβαίνουμε μέχρι κι απ΄τις ραγισματιές στους τοίχους, την επίπλωση, τα ρούχα ή τη διάρθρωση των δρόμων και των βουλεβάρτων, την ύπαρξη των αστικών κτιρίων και των πολυκατοικιών, τον τρόπο ζωής, τον εφιάλτη, τον εγκλεισμό και την καταστρατήγηση βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. 

Μια απ΄τις πρώτες σκέψεις μου γι΄αυτό το βιβλίο ήταν πως θα μπορούσε να είναι γραμμένο και στα γαλλικά, ή στα ιταλικά, ή στα αραβικά, αφού μου φαίνεται πως η φιλοσοφία της γραφής του υπακούει στην αρχή «να σκέφτεσαι τοπικά, αλλά να δρας παγκόσμια», πράγμα που επιτυγχάνει συνολικά η συγγραφέας, αφού γίνεται πασιφανής η παγκοσμιότητα των αρχών και των αξιών, των ιστορικών δομών. Δεν είναι απλώς «τα γεγονότα με τους Γάλλους στην Αλγερία», ή «η χούντα στην Ελλάδα». Είναι θέματα που συμβαίνουν σε πολλές περιοχές του πλανήτη, στην Αλγερία ή αλλού στην Αφρική, όπως οδηγείται συμπερασματικά ή στο 69 ή σήμερα, στην Ευρώπη ολόκληρη ή στην Ουκρανία τελευταία…. 

Η Ιστορία φαίνεται σαν déjà vu, πολλές φορές σ΄αυτό το βιβλίο. Πολλές φορές καταλήγεις να πεις, «μα τίποτε δεν άλλαξε», μια μέρα σαν κι αυτή με τα δίπολα του πολέμου να καθορίζουν τη ζωή μας, με την διαχείριση της πανδημίας να φλερτάρει με την ανελευθερία.  

Η υπόθεση της Αλγερίας, τόσο κοινή σε μένα ως κουλτούρα από βιωματική σχέση, με συγκίνησε στον τρόπο που αποτυπώνεται στο βιβλίο, όπως και κάθε υπόθεση που δεν εξετάζεται μονομερώς, αλλά παίρνει υπόψη την πολιτιστική κληρονομιά, την αποικιοκρατική μεταχείριση, την ιδιαίτερη κουλτούρα στο ζύμωμα της απώλειας που φέρνει η διαμάχη, είτε αυτό λέγεται εμφύλιος, ή πόλεμος, ή χούντα, ή εισβολή. Δεν μπόρεσα να μην θυμηθώ τον αρχηγό της εθνικής αποστολής της Αλγερίας, παγκόσμιο πρωταθλητή στίβου, να με περιποιείται στο εστιατόριο των αθλητών στο Ολυμπιακό χωριό, κι ενώ απάγγελνε από στήθους Μπωντλαίρ να μου δηλώνει από τα βάθη της νομαδικής υπόστασής του: «Εμείς εξαραβιστήκαμε δια της βίας». 

Πολλές φορές, σ΄αυτό το βιβλίο επανέρχονται τα δίπολα, Παρίσι-Αθήνα, Γκασπάρ και θείος Στέφανος, καταπίεση λαών και χούντα. Πολλές φορές σ΄αυτό το βιβλίο καταλαβαίνουμε πως η ελευθερία είναι ίδια παντού, σε όποια χώρα με όποιο πολίτευμα, ή υπάρχει ή ασφυκτιά, δεν έχει χρώμα, θρήσκευμα, και εποχή. 

Αλλιώς, πώς συγκλονίζει ίδια με σήμερα, η αστυνομοκρατία στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, και η αναγωγή της σκέψης στο Μαύρο Σάββατο των Εβραίων, στη Θεσσαλονίκη του 1943. Η αίσθηση, η μυρωδιά του φόβου, κι ας μην υπάρχει στον αναγνώστη ως βίωμα, παραπέμπει εκεί, στην συνταρακτική κινηματογραφικά σκηνή στο λιμάνι πριν την αναχώρηση για τον τόπο εξορίας των αρνητών της χούντας στην Ελλάδα. Η κακοποίηση, λεκτική και σωματική, η βίαιη ενσυνείδητη  υπόβαθμιση της προσωπικότητας από το καθεστώς, η σωματική εξόντωση των ανθρώπων,  με βάση συγκεκρισμένα “χαρακτηριστικά “, η αγωνία των συγγενών, είναι τέρμα ίδια, σημάδι πως ναι, έλαχιστα άλλαξαν από το ‘43 ως το ‘67, και ύστερα ως σήμερα, με την απειλή του πολέμου στα πόδια μας, – ελάχιστα μάθαμε οι άνθρωποι.  

«Την ανθρώπινη φύση μπορείς να τη μελετήσεις και μέσα από τη διερεύνηση της μνήμης, χωρίς αναγκαστικά να νιώθεις ένοχος για κάτι». 

Κι αυτό το καταδεικνύει περίτρανα η απλή, ανεπιτήδευτη, γραφή της Μαρίας Γαβαλά. Είναι όντως η γραφή μιας έφηβης που σημειώνει στο γαλλικό τετράδιο της τη ζωή. ΄Όπως έρχεται κι όπως τη ζει. Χωρίς λεκτικά σχήματα και φιοριτούρες. Μέσα από το μάτι μιας κάμερας, που είναι τα δικά της μάτια, έτσι που να είναι πράγματι «μια ταινία που διαβάζεται σαν βιβλίο». Κι ο τρόπος των γυρισμάτων, είναι ίσως γκονταρικός, σίγουρα συνυφασμένος με την εποχή που ούτως ή άλλως είναι αντισυμβατική και καλεί για πειραματισμούς. Μια «κινηματογράφηση» που στηρίζεται πλέρια στην προσωπική μαρτυρία, στην προφορική μαρτυρία, από τη συγγραφέα ως τους ήρωές της που καταθέτουν ένας ένας τον δικό του προσωπικό απολογισμό των γεγονότων, τη δική τους ματιά. 

Η αλληλουχία των γεγονότων είναι επίσης ίδια στην οργάνωση της διήγησης, ναι μεν υπάρχει μια νοητή χρονολογική γραμμή, αλλά γίνονται κι άλματα, όταν αυτό εξυπηρετεί την πλοκή, με τρόπο όμως που φαίνεται αυθόρμητος όπως πράγματι συμβαίνει στην καταγραφή ενός ημερολογίου, καθιστώντας τα πάντα ντοκουμέντα, και το ίδιο το βιβλίο ένα ντοκουμέντο της ηρωίδας εν τη γενέσει του. 

Γι΄αυτό το εξώφυλλο, είναι εξαιρετικά συμβατό, καθώς στη συνείδηση μου την αναγνωστική κόλλησε άψογα το μικρό κορίτσι με το αθώο φρέσκο αλλά τα πάντα παρατηρόν βλέμμα του με το περιεχόμενο του βιβλίου έτσι όπως εκτυλίσσεται. 

Η ηρωίδα είναι μαγικό πώς μεγαλώνει, την ωριμάζουν τα γεγονότα, κι η παρατήρησή τους η ίδια από την ίδια. Στο τέλος του βιβλίου δεν είναι εκείνη που ήταν στην αρχή. Η ύπαρξή της στη συναισθηματική σχέση γίνεται από επιλογή κι όχι από συγκυρία. Η γραφή ή οι εμπειρίες που καταγράφει μοιάζουν να την οδηγούν σ΄αυτό το ταξίδι, στην αναζήτηση ταυτότητας, στη χειραφέτηση, στην προσωπική τελείωση. Την έχουν αλλάξει τα γεγονότα που επιδρούν πάνω της, παρόλο που προσπαθεί ως γραφή να μείνει εξωτερικός παρατηρητής και να αποτυπώσει προσεκτικά τους χαρακτήρες και τις ιδιαιτερότητές τους. Τα δίπολα συνεχίζονται, το δίδυμο των αδερφών, πατέρα και θείου, ο διπλός χαρακτήρας του άπραγου και αποφασιστικού προς την υπεράσπιση του καθήκοντος και του αδερφού πατέρα, – «η χρεία και η ανάγκη, οι δυο δίδυμες, που εκείνος πάντα κατάφερνε να τις ξεχωρίζει» – το δίπολο του χαρακτήρα της μάνας, η ησυχία με την τρελή περιπέτεια, το καταστάλαγμα σε έναν σύντροφο και το πάθος, η αγωνιστικότητα και η αποστασιοποίηση από τον αγώνα που μπορεί να βοηθάει εξίσου την παγκόσμια υπόθεση της ελευθερίας. 

Η βία κατά των γυναικών, η κακομεταχείρισή τους, η υποτίμησή τους ως φύλο στηλιτεύεται ακόμα σ΄αυτό το βιβλίο με μια χρυσή αφορμή, την περιγραφή ενός περιστατικού στη γειτονιά του Παρισιού όπου περιπλανιέται η ηρωίδα. Αλλά και μέσα από τη δομή του χαρακτήρα της μητέρας της. Μια προσεκτική αποτύπωση της δομής της κοινωνίας που εν πολλοίς ως προς τη θέση της γυναίκας και την αντιμετώπισή της από το ανδρικό φύλο σε όλες τις εκφάνσεις, δεν έχει αλλάξει και πολύ, είτε μιλάμε για τη φτωχική γειτονιά Γαλλοαλγερινών του 69, είτε για την Αθήνα του 22. Στη δουλειά, στην έξοδο, στην χειραφέτηση, στην προστασία της κοινωνίας ενάντια στην κακοποίηση και τη γυναικοκτονία. Ως θέση και νοοτροπία. 

 
Η ανθρώπινη αδυναμία. Η αναπηρία. Τι σύμβαση την ορίζει και τι είναι πραγματικά; Τι μας έλκει εκεί και μας δένει συναισθηματικά; Πώς μπορούμε να αγαπάμε χωρίς να χρειάζεται να σώσουμε; Πώς μπορούμε να αφήνουμε ελεύθερο τον εαυτό μας και τον σύντροφο και ταυτόχρονα να έχουμε μια δεμένη σχέση; Πώς μπορούμε να μην πέφτουμε στην πλάνη της ένωσης της μοναξιάς μας με αυτήν του συντρόφου, αλλά αντίθετα, να ζούμε είτε τις προσωπικές μας κολάσεις είτε τα προχωρήματα μας ως άνθρωποι, χωρίς να χρησιμοποιούμε τη σχέση την ίδια ως δεκανίκι ή ως φραγμό;  

Και πιο πέρα: Κάνουμε τέχνη για να θεραπεύσουμε το τραύμα ή αυτό μας κυβερνά και το κάνουμε τέχνη; Το ξεπερνάμε ποτέ; 

«΄Οσο κι αν τρίβεις το πετσί σου, όσο κι αν απολυμαίνεις τον βυθό σου, οι λεκέδες, σωματικοί και ψυχικοί, δεν πρόκειται να εξαλειφθούν. Και στο κάτω κάτω, δεν υπάρχει και σοβαρός λόγος για να γίνει αυτό. ΄Όταν κουβαλάς λεκέδες, αυτό τουλάχιστον, σημαίνει ότι μπήκες στον κόπο να κυλιστείς στις λάσπες και να φορτωθείς ιστορίες.» 

Αυτά είναι μερικά απ΄τα οποία κάνουν αυτό το βιβλίο πολύτιμο, ελεύθερο στη σκέψη όσο δεν πάει. Αγαπητό γιατί προάγει τον προβληματισμό χωρίς διδακτισμό. Πλούσιο γιατί στη γραφή ενυπάρχουν και οι άλλοι ρόλοι της ταινίας: Η σκηνογραφία, η ενδυματολογία, η φωτογραφία η ίδια είναι ρόλος από μόνη της…. Κανείς δεν είναι ανώτερος από τον σκηνοθέτη, που στην περίπτωσή μας ταυτίζεται ή μπαινοβγαίνει στους πόρους του σεναριογράφου, έτσι αγαστά που αναπνέουν ταυτόχρονα. 

Κοντολογίς αλλά πολύ συγκεκριμένα, ένα βιβλίο που θα σας κάνει πλουσιότερους ως ανθρώπους, ως σκεπτόμενα άτομα, ως οραματιστές ενός κόσμου, που μπορεί να υπάρξει χάρις στις ατομικές οντότητες που ενώνονται στο πείσμα της επιβολής σχεδίων των ισχυρών. Έτσι γιατί μπορούν. 

Κλακέτα και πάμε. 

Ο μικρός Γκοντάρ,

Μαρία Γαβαλά,

Εκδόσεις Πόλις.

Η Μαρία Γαβαλά γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής το 1947. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σκηνοθέτησε κινηματογραφικές ταινίες (μεταξύ άλλων, Περί έρωτος-Χρυσάνθη, Το άρωμα της βιολέτας, Το μαγικό γυαλί), έγραψε κριτικές για τον κινηματογράφο, μετέφρασε θεωρητικά-κινηματογραφικά κείμενα, καθώς και λογοτεχνικά έργα. Έχουν εκδοθεί τα μυθιστορήματά της Η υπηρέτρια των αγγέλων (Εστία), Η κυρία του σπιτιού (Εστία), Παραθαλάσσιο θέρετρο το χειμώνα (Εστία), Στη δροσιά των κήπων μου (Εστία), Ακραία καιρικά φαινόμενα (Εστία), Λεμονόκηπος (Κέδρος), και η συλλογή διηγημάτων Από γυαλί (Κέδρος).

Σελιδοδείκτης | Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης | ΄Εξοδα Νοσηλείας | Μαρίνα Καρτελιά

 Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης 

«Πόσο θάνατο, σκέφτηκα, πρέπει να κουβαλάμε μέσα μας για να επανεκτιμήσουμε το θαύμα της ζωής;»

΄Εξοδα Νοσηλείας 

            To βιβλίο αυτό έσκασε αναπάντεχα ανάμεσα στα βιβλία που με βρήκαν στη 17η διαδικτυακή ΔΕΘΒ, σε μια παρουσίαση που είχε θέμα  τη μνήμη («Η ατομική και συλλογική μνήμη ως όχημα του χρόνου στη λογοτεχνία»). Και πράγματι, αποτελεί κυρίαρχο θέμα του βιβλίου, με ποικίλους πυλώνες και εκφάνσεις.

                  Η πρωτογενής ιστορία αφορά έναν επαγγελματία της υγείας, φροντιστή ασθενών με χρόνια ή το πιο συχνά προβλήματα που αποβαίνουν μοιραία για τη ζωή τους.  Η αφήγηση της ιστορίας του, διακόπτεται μετά το δεύτερο μισό του βιβλίου όπου εν είδει ημερολογίου, αν και σε μένα φάνηκε σαν προσωπικό μανιφέστο, ένας από τους ασθενείς του, ή καλύτερα ένας από τους ασθενείς που περιποιειται, καταθέτει την ψυχή του σε περίπου 16 σημεία.

                 Kαι αφηγητής ξαναγίνεται ο ήρωας του βιβλίου, ως την τελική πραγματικά αναπάντεχη ανατροπή του.

«Προορισμός των πάντων είναι να αλλάζουν, άλλοτε προς το καλύτερο, κι άλλοτε προς το χειρότερο, εκτός απ΄τις αναμνήσεις κι απ΄τις απώλειες». 

                Το βιβλίο σε ένα πρώτο επίπεδο θίγει το θέμα της άνοιας και των ασθενών που πάσχουν απ΄αυτή. Ο ήρωας φροντιζει τέτοια άτομα ενώ παράλληλα βιώνει στην ίδια του την οικογένεια το πώς είναι να ζεις με έναν πάσχοντα από άνοια ή αλτσχάιμερ, έτσι κι αλλιώς οι παράμετροι φροντίδας είναι εξαιρετικά κοντινοί.

                Η αληθοφάνεια της περιγραφής όμως ειναι τόσο καταιγιστική που με κράτησε πολλές φορές στο σημείο που διάβαζα αποσβολωμένη.  ΄Εχοντας ιδίαν πείρα από άτομο στο εγγύτερο οικογενειακό περιβάλλον, δυσκολεύτηκα πολλές φορές να συνεχίσω την ανάγνωση διότι πραγματικά χτυπούσε φλέβες που δεν ειχα καταλάβει ότι είχαν παραμείνει πάλλουσες. Κι επειδή τα όσα λέει, είναι πολύ βαθιά στην αλήθεια του φροντιστή και η ματιά στον πάσχοντα τόσο διαυγής και λεπτομερής, θα το συνιστούσα σε φορείς σχετικούς με την ασθένεια, και πριν απ΄όλα στους φροντιστές τους. Θα έλεγα ότι θεωρώ πως θα τους βοηθήσει να δουν πραγματικά την ασθένεια σε ένα άλλο μεγαλείο, με την έννοια του πρίσματος και να καταφέρουν να βοηθήσουν ουσιαστικά και πρώτα τον εαυτό τους στο πώς να σταθούν σωστά ως άνθρωποι και ως φροντιστές. Κι όχι μόνο εκείνοι, αλλά κι όλοι μας, ως κοινωνία ανθρώπων.

              Ωραία, και τώρα, το τραύμα. Το τραύμα το ανεπούλωτο, που τριγυρνά στις σκιές των χρόνων και ξαναγυρνά πάντα. Διότι το τραύμα θυμάται. Αισθάνεται, αγαπά. Κι αυτός που το αφήνει αφρόντιστο ή απλά κουκουλωμένο, αλλά αναβάλλει την οδυνηρή ίαση, το ίδιο. Τότε οι σκιές ξεπετάγονται στο φως και το κατακλύζουν όλο, όπως συμβαίνει με τον ήρωα, που μέσα απ΄την προσωπική του πορεία επιστρέφει στον έσω εαυτό, στο παζλ της ύπαρξής του που παραμένει σωρός κουβάρι απο κομμάτια αταίριαστα, όπως το παζλ του πίνακα που ο ήρωας προσπαθεί επί ματαίω να προχωρήσει τα άγρυπνα βράδια.

«Ομολογώ. Συμφιλιώνομαι. Διατυπώνω τον απολογισμό μου. Και πάνω απ΄όλα, προβαίνω σε χειρονομίες».

Ο ύπνος και η λήθη, οργανικές λειτουργίες και συναισθήματα συνυπάρχοντα, δεν τον επισκέπτονται συχνά, αλλά το ανεπίλυτο γιατί γίνεται ξεκάθαρο μοναχά στο τέλος του βιβλίου. Σε όλη την ιστορία, συνεχίζεται και επανακαταστρώνεται η διαπραγμάτευση της σχέσης του με τον πατέρα, αυστηρό αλλά παρόντα και φροντίζοντα, και της μητέρας, γλυκιάς αλλά άπουσας και γι΄αυτό οιωνεί βασανιστικά παρούσας.

             Η περιγραφή όμως αυτού του τραύματος, της χαίνουσας μνήμης, του αλύτρωτου μαρτυρίου, του ανήσυχου ύπνου γίνεται με τρόπο τρυφερό, καταιγιστικό αλλά όχι καταθλιπτικό, η γραφή είναι απλή αλλά η λέξη βαριά και συναισθητική. Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, χρησιμοποιεί μια καθόλα χρήσιμη για την εσωτερική κάθαρση του αναγνώστη αντίθεση, ενός λειτουργικού σώματος χωρίς μνήμη και σχεδόν χωρίς αισθήσεις του γέρου πατέρα, αλλά και της γιαγιάς μητέρας ενός Θοδωράκη, από τη μια, και ενός σφύζοντος από σκέψεις, όνειρα, μυαλό και μνήμες ακυβέρνητου σώματος, από την άλλη.

            Κι όμως, όλη αυτή η πεισιθανάτια εκ πρώτης όψεως ατμόσφαιρα είναι γεμάτη ζωή. Αισιοδοξία. Δεν έχει παραίτηση παρόλη την απογοήτευση. Ο ήρωας του βιβλίου ελπίζει, εύχεται, επιζητεί τη λύση, τη λύτρωση.  Το δρόμο προς τη γεμάτη ουσία ζωή, προς την βαθιά, δικαιωμένη αγάπη. Τα καταφέρνει να τη βρει;

            Αφήνω τελευταία την πρώτη εντύπωση που με χτύπησε κατάμουτρα απο την αρχή της ανάγνωσης. Το κείμενο, ενώ φαντάζομαι γράφτηκε πολύ πριν την αρχή της καραντίνας, περιέχει περιγραφές για το σύστημα και ειδικά της υγείας, πολύ κοντινές ή σχεδόν ίδιες με την πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα μέσα στην πανδημία. Σε όλες τις πλευρές του συστήματος, στους ασθενείς, στους νοσηλευτές, στο νοσοκομείο, στις διαδικασίες. Σε όλα.

Κι αυτό το ίδιο σύστημα, αδηφάγο και απρόσωπο, ο ήρωας, με την προσωπική του πορεία και τις επιλογές του καταφέρνει να το νικήσει, ή να μην νικήσει αυτόν τον ίδιο το σύστημα, ψάχνοντας τους τρόπους να ξεχωρίσει απ΄το σωρό, να φύγει έξω από το κοινό μέτρο.

«Νομίζω ότι όποιος για πολύ καιρό έχει ζήσει στην απόρριψη δεν μπορεί παρά να μοιράζεται την ίδια μοίρα, την ίδια αγωνία, την ίδια απορία μ΄όσους συνεχίζουν να ζουν σε αυτή την απόρριψη – αλλιώς δεν έχει μάθει τίποτα.»

                Αν θα τα καταφέρει… Δεν σας το αποκαλύπτω. Το ταξίδι δεν έχει νόημα έτσι, ο σκοπός είναι να το βιώσετε κι εσείς, όπως κι εγώ, να ψάξετε και να βρείτε τον εαυτό σας κατά πάσα πιθανότητα, κατά τη διάρκειά του. Στις σελίδες του βιβλίου.

              Κι επειδή στη λογοτεχνία, όπως και στη ζωή, όποιος ψάχνει βρίσκει, είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξη για σας. Σας εύχομαι καλό ταξίδι. Τα έξοδα νοσηλείας  δικά σας.

΄Εξοδα Νοσηλείας

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

Εκδόσεις ενύπνιο

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γεννήθηκε το 1970 στο Δυτικό Πέλλας. Εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.

Του ίδιου:

«Τρεις μνήμες και δύο ζωές» (διηγήματα), εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005,

«Καλά μόνο να βρεις», (νουβέλα), Κέδρος, 2006, «Το παραμύθι του ύπνου» (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο, 2008, «Αστοχία υλικού» (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο,2010, «Ζώνη πυρός» (διηγήματα), Μεταίχμιο, 2014, «Η ιδιωτική μου αντωνυμία» (μικρά πεζά), Κίχλη, 2018.

#weremember, Ποτέ ξανά | Προς την Ημερα Μνήμης Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος 2022 | Εκδήλωση της Πορείας των Ζωντανών για τους Δικαίους των Εθνών της Ελλάδας


#weremember 2022 – H Μνήμη είναι ηθική αξίωση.
 

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.

Κάθε χρόνο ξεκινώντας το ελάχιστο αυτό αφιέρωμα, σκέφτομαι να κάνω επιλεκτικές δημοσιεύσεις, κάτι πιο συνοπτικό και πιο μεστό.

Κάθε χρόνο, ο Σελιδοδείκτης συμμετέχει στη μνήμη με κορύφωση τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος στις 27/1, και του είναι ιδιαίτερα δύσκολο, τελικά ακατόρθωτο να μην ασχοληθεί με πολλές πτυχές του θέματος. Και φέτος θα ισχύσουν τα ίδια, μετ΄επιτάσσεως, όπως οι καιροί ορίζουν.

Συλλέγουμε άρθρα, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, προτάσεις βιβλίων και κινηματογραφικών ταινιών και καταγράφουμε όσο μας μέλλεται, ταπεινά και με σεβασμό, την αποτύπωση του Ολοκαυτώματος  στις Τέχνες και στην κοινωνία. 

Παρακολουθήσαμε χτες σε ζωντανή μετάδοση από τη σελίδα της Πορείας των Ζωντανών που ελπίζουν όλα να πάνε καλά λόγω πανδημίας και να γίνει όπως πάντα στις αρχές Μαρτίου. Μια πορεία με συμμετέχοντες απ΄όλον τον κόσμο που καταλήγει στο ΄Αουσβιτς για προσκύνημα.

Φέτος οργανώθηκε αφιέρωμα στην Ελλάδα και στους Δικαίους των Εθνών της, όπως ονομάζονται και τους απονέμεται ο τίτλος σε όλους όσους βοήθησαν ή έσωσαν με κίνδυνο της ζωής τους Εβραίους να γλυτώσουν τη ζωή τους και να διαφύγουν απ΄τον εκτοπισμό και το θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ιδιαίτερη μνεία είχε στο αφιέρωμα αυτό από τους ΄Ελληνες ομιλητές η περίπτωση της Ζακύνθου, όπου με πρωτοστάτη το Δήμαρχο και το Μητροπολίτη, οι κάτοικοι έκρυψαν και διέσωσαν απ΄το βέβαιο θάνατο όλους τους Εβραίους του Νησιού. ; Με το σύνθημα «Δεν υπάρχει ΄Ελληνας, ούτε Εβραίος» όταν τους ζητήθηκε από τους Ναζί, ο Δήμαρχος Λουκάς Καρέρ και ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος έβαλαν στη λίστα μόνο τα δικά τους ονόματα.

Παρακολουθήστε όλη την εκδήλωση με τους εξαιρετικούς ομιλιτές και τις μνήμες των απογόνων καθώς και ενός επιζώντα του Ολοκαυτώματος εδώ,

Διαβάστε επίσης άρθρο για το βιβλίο του Δικαίου των Εθνών Ισαάκ Μιζάν εδώ.