Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά
Μερικές φορές, με μερικούς συγγραφείς, αδιόρατα, νιώθει ο αναγνώστης, πως ο δημιουργός γράφει γι’αυτούς. Ακόμα κι αν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν το συνειδητοποιεί, αγγίζει πτυχές, ταυτίζει συνειδήσεις και σκάβει πληγές πανάρχαιες ή βαθιά κρυμμένες μέσω των ηρώων του, μέσω των πράξεών τους που όσο κι αν έχει κάνει αρχικά το πρόχειρο σκαρίφημά τους, τα χαρακτηριστικά τους και πώς θα κινηθούν στην πλοκή, εκείνοι κινούνται από κάποια στιγμή και μετά αυτοβούλως και κοινώς τον γράφουν. Γράφουν δηλαδή μέσω αυτού και ζουν με την πένα του τη ζωή για κάποιους άλλους που αργότερα θα διαβάζουν τα μαύρα στίγματα σ΄άσπρο χαρτί και θα δονούνται εντός τους χορδές και τύμπανα και δακρυγόνοι αδένες.
Τούτων λεχθέντων, επισυνέβη αυτό μια ακόμη φορά, στο καινούργιο της Βίκυς Τσελεπίδου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νεφέλη, τα 120 Γραμμάρια, τίτλος που εξηγείται με το δικό της νυστερικό αφήγημα, στο τέλος του βιβλίου. Ως τότε, μας παίρνει η γραφή της απ΄το χέρι, αυτή η γνώριμη γραφή που απλή και σφιχτή ξέρει να δημιουργεί ατμόσφαιρες, να πλάθει ήρωες, να διατρέχει ιστορίες που μοιάζουν να υπήρχαν εκεί από πάντα, περιμένοντας κάποιον με ισχυρή πένα να τις αναδείξει. Να βγάλει στο φως τον πυρήνα τους, και να σκιαγραφήσει την ύπαρξη ως το μεδούλι με χειρουργική, όσο κι ευλαβικά φροντιστική, ακρίβεια.
΄Ετσι γίνεται και δω, με τις ποικίλες ιστορίες που εκτυλίσσονται σ’ένα συμβολαιογραφείο, άλλες μικρές, άλλες μεγαλύτερες, άλλες με ζωντανούς πρωτοπρόσωπους μονολόγους κι άλλες με στεγνές, φαινομενικά τυπικές περιγραφές που όμως στάζουν ενσυναίσθηση και διαγράφουν τροχιές και ισορροπίες ζωής ή αντίθετα εκρήξεις καλοδιατηρημένων σεσηπότων σχέσεων που ξαφνικά ξεδιαλύνονται και φτάνουν στην κάθαρση ή στο τέλος, με αφορμή ή κίνητρο μια συμβολαιογραφική πράξη.
Το ηθικό, το δίκιο, οι οικογενειακές σχέσεις, ο θάνατος και η επικυριαρχία του φόβου που γεννά, η επαγγελματική ηθική, η γραφειοκρατική υποκρισία, βρίσκουν τρόπο να αναδειχθούν στις ιστορίες αυτές, μεθοδικά και κεντημένα με την τεχνική της Τσελεπίδου, αλλά οπωσδήποτε με αληθινό ξεδίπλωμα και πραγματικά υποδειγματική αποτύπωση της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που ανακαλύπτει ξανά και ξανά κανείς, όταν βρεθεί με τα δικά του οικογενειακά έγγραφα, τα γράμματα, τα συμβόλαια, τα νομικά έγγραφα, ντοκουμέντα μιας ζωής που για να καταδειχθεί το μεγαλείο της χρησιμοποιούνται εδώ, φλερτάροντας υπέροχα με τους κανόνες του μυθιστορήματος-ντοκουμέντου.
Με αριστουργηματική και πάλι καταβύθιση, η οργάνωση των ιστοριών και η παράθεσή τους με συγκεκριμένη σειρά, καταφέρνει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να τον τραβήξει μέσα στις ιστορίες του κάθε επισκέπτη του συμβολαιογραφείου και να κλιμακώσει το συναίσθημα προς το βιβλίο, οδηγώντας στην κορύφωσή του στην τελευταία ιστορία.
Η επιλογή μη θέσης τίτλων στις ιστορίες, αλλά αντίθετα η παράθεσή τους τη μία μετά την άλλη χωρίς κενά, δίνει εύστοχα την επιθυμητή εντύπωση της ολότητας, της μεγάλης και μίας ιστορίας, αυτής του ανθρώπου που βαδίζει στη ζωή όμοια όπως κυλά η ζωή μέσα στο συμβολαιογραφείο: Ανάμεσα σε συμβάσεις, τυπικότητες και διαδικασίες, να επιλέγει κάθε φορά τη ροπή προς το καλό ή αντίθετα το κακό, προς τη φθορά ή προς την ένωση, προς την κάθαρση ή την αδιαφορία, την τιμωρία ή την απόδοση τιμής, τη δικαιοσύνη ή την αδικία.
Κι έτσι φτάνοντας στην τελευταία ιστορία να κάνει τον απολογισμό για όσα έζησε, όσα έκανε καλά ή όσα λάθη διέπραξε, γιατί φτάνει ένας καιρός που είναι «η εποχή που πια είχαμε αρχίσει να απομυθοποιούμε τους θρύλους μας και να καταδικάζουμε κάθε λογής ψευδαίσθηση. Δεν είναι πια η εποχή «που εύκολα βαφτίζαμε ψευδαίσθηση ό,τι δεν χωρούσε στο σχήμα που δίναμε στις αλήθειες μας».
Η λυτρωτική γραφή που περιδιαβαίνει τις καταγραφές των ιστοριών της Τσελεπίδου σ΄αυτό το βιβλίο λειτουργεί «σαν μια γέφυρα ανάμεσα στο τι πραγματικά είχε κάποια αξία και τι κάλπικο μας πουλούσαν ως αληθινό». Η χρονική στιγμή που αυτό το βιβλίο γεννήθηκε και ο καρπός της ίδιας του της ιδέας μετουσιώθηκε σε λέξεις, δεν είναι επίσης τυχαία. ΄Ερχεται μετά από μια εποχή αδιανόητου εγκλεισμού του κόσμου και των ανθρώπων. Μια περίοδο που στοιχηματίσαμε στην στέρηση ή στην αλλαγή. Στη συνείδησή μου, συμπίπτει με μια χρυσή στιγμή ωριμότητας της συγγραφέα, μετά την «Αλεπού», το «Σκύλο» τη Φιλελλήνων και το Ελλενίτ, εκεί που μπορεί πράγματι να μιλήσει για τα γνώριμα της θέματα με έναν άλλο, εξίσου προσιτό και συνεπή προς την πορεία της τρόπο.
Η ιστορία της σελίδας 64 με τον πανηγυρτζή-διοργανωτή προεκλογικής εκδήλωσης θα μπορούσε να γίνει ένα καταπληκτικό μονόπρακτο-μονόλογος με όλα τα στοιχεία της κλιμάκωσης από το απόλυτο αστείο στο δράμα με σαφείς κοινωνικές αιχμές.
Η μοναδική συγκίνηση της ιστορίας της σελίδας 18 με την ντοπιολαλιά μ΄έκανε να δω μπροστά μου τον ήρωα-πατέρα να περιγράφει την απονιά.
Ο Ντίντο ο παραδείσιος παπαγάλος, με δάκρυσε καθώς αποτύπωσε μπροστά μου όλες τις εκφάνσεις της συζυγικής-συντροφικής σχέσης και της τοξικότητας που μπορεί να έχει η κατακτητική σχέση σε κάθε επίπεδο χειρισμού.
Η απλή παράθεση ντοκουμέντων λέει τις ιστορίες χωρίς τη χρεία άλλης διήγησης, ή περιγραφικών εργαλείων, όπως αυτή με τον ιδιοκτήτη της εταιρείας Αντωνίου.
Το σπαρακτικό χειρόγραφο γράμμα μιας γυναίκας μάνας, και το αφηγηματικό εργαλείο του γάλακτος, ως στοιχείου αγάπης, ενστάλαξης φροντίδας και προαιώνιου δεσίματος σε ανθρώπους και ζώα συγκλονίζει.
Ο γέροντας προπάππος που βγαίνει στο μπαλκόνι, αδρες γραμμές που πελεκούν ένα μικρό διαμάντι αφιερωμένο στην κληρονομιά και τις ρίζες, προσφιλές και συνταρακτικό θέμα της συγγραφέα.
Και τελική, αλλά όχι έσχατη, η πυρηνική Λαζαρίδου, γράφει την ιστορία της «για μένα» και δίνει ευθεία βολή στο συναίσθημα που, όπως προαναφέραμε, αφήνεται μετά την κλιμάκωση να εκφραστεί ελεύθερο, μέσα απ΄την αδιέξοδη επιβολή της ειμαρμένης, της συμφιλίωσης με τον έσω εαυτό και τις πληγές που ζητάνε εκδίκηση μα κλείνουν μόλις αεριστούν.
Για να δηλώσουν στους ανθρώπους
«΄Οτι ναι, υπάρχει Θεός και ζυγίζει δίκαια στον καθένα τις αλυσίδες του».
Η Βίκυ Τσελεπίδου διαπράττει μια πράξη ελευθερίας με το βιβλίο αυτό.
«Μια τέτοια μέρα» πήρε τους αναγνώστες απ’το χέρι. Τους σύστησε στους ήρωες που έχουν κάτι απ΄αυτούς και τους έκανε να σχετιστούν μεταξύ τους, να ταυτιστούν οι μεν με τους δε. «Δεν ήθελε να διακόψει με το στεγνό επαγγελματικό της ύφος αυτό το άνθισμα. Τους άφησε να λένε και να λένε και να γελάνε και να εννοούν αυτά που δε λέγονται και σταύρωσε αυτή τα χέρια κι ακούμπησε την πλάτη της στην πλάτη της καρέκλας και δεν έλεγε να δώσει τέλος στο έργο για το οποίο ουσιαστικά την είχαν καλέσει να καθίσει ανάμεσά τους στο μεγάλο εκείνο τραπέζι».