#weremember, Ποτέ ξανά | Ροζίνα Ασσέρ-Πάρδο | 548 ημέρες με άλλο όνομα

#weremember 2022 – H Μνήμη είναι ηθική αξίωση. 

Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.

Δημοσιεύουμε σήμερα μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο-ημερολόγιο της δεκάχρονης Εβραίας Ροζίνας, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κείμενα. H παρούσα δημοσίευση είναι αφιερωμένη σ΄αυτούς που έφυγαν αλλά δεν πέθαναν ποτέ. Σ΄αυτούς που ανέλαβαν να μην ξεχαστούν όσοι θανατώθηκαν και φρόντισαν γι΄αυτό μέσα απ΄την δική τους παρουσία στα ελληνικά γράμματα και την εκδοτική ανάδειξή τους.

{Με δύο τρόπους αντιλαμβάνεται κανείς την «Ιστορία». Με την περιγραφή των γεγονότων και με την περιγραφή της καθημερινής ζωής. Το βιβλίο αυτό, λοιπον, μεταφέρει όλο το κλίμα της εποχής των διωγμών των Εβραίων της Θεσσαλονίκης με εξαιρετικό τρόπο. Και με τη ματιά της μικρής τότε «Ρούλας Καρακώτσου» αλλά και με την ματιά, μετά από εβδομήντα επτά χρόνια, της Ροζίνας Ασσέρ-Πάρδο.}

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΑΓΑΖΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΩΝ

μερ.10

Μια μέρα φωνάξαν τον μπαμπά και άλλους 101 στην κηνότητα, όλοι περίμεναν με αγωνία.

Τέλος βγήκαν. Ο μπαμπάς στην αρχή δεν μπορούσε να μιλήση.

Τέλος μίλησε και μας είπε τ’ακόλουθα:

ο Αρχιραβίνος μας είπε ότι δεν θα υπάρχει πια

μαγαζί Ισραηλιτών, αυτή ήταν

η μεγαλύτερη καταστροφή για μας, στο μαγαζί

είχαμε τον μεγαλύτερο πλούτο τόσα χρόνια δουλειά.

Ο καυμμένος ο μπαμπάς ούτε από τον μπαμπά του

το είχε βρη, το έκανε μόνος του.

Κι ενώ το δράμα προχωράει προς την κορύφωσή του, καλούνται οι 101 ή 104 ή 102, σύμφωνα με δύο ιστοριογράφους. Τα ονόματα τα έδωσε ο δρ. Κόρετς στους Γερμανούς. Ο δρ Κόρετς επέστρεψε από τη Βιέννη τον Ιανουάριο του 1942. Στο τέλος του 1942 συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες της κοινότητα και ηγείται των Εβραίων έως τις 10-04-43, δηλαδή καθόλη την περίοδο των εκτοπίσεων και του κατατρεγμού. Σύμφωνα με τον Μίχαελ Μόλχο (Ιn memoriam, σελ.122) o δρ. Κόρετς, παρόντος του Ες-Ες Μπρίνερ, ανήγγειλε στους 101 τα ακόλουθα:

«Τα Σώματα Ασφαλείας θέλουν να σας κρατήσουν φυλακισμένους γιατί έχετε χαρακτηριστεί ως όμηροι, εγώ όμως εγγυήθηκα προσωπικώς για σας όλους και υπεσχέθην πως, στην παραμικρή πρόσκληση, θα προσέλθετε. Θεωρείσθε υπεύθυνοι με τη ζωή σας για την πειθαρχία και την υποταγή όλων. Θα πληρώσετε με τη ζωή σας την παραμικρή απόπειρα ανυπακοής, την παραμικρή παράβαση όλων σας».

Δεν αναφέρω τα παραπάνω στο χρονικό μου, είτε γιατί φοβόμουν ότι σε περίπτωση που μας έπιαναν θα έβρισκαν το τετράδιό μου οι Γερμανοί, είτε γιατί μας έκρυψε ο πατέρας το πόσο πολύ κινδύνευε.

Από μεταγενέστερες διηγήσεις του, όμως γνωρίζω, ότι το γεγονός της καταγραφής του ως ομήρου και υπολόγου για τις πράξεις άλλων, υπήρξε καθοριστικό στην απόφασή του να δραπετεύσουμε από το γκέτο.

Για τη συνάντηση εκείνη με τον ραβίνο και τα Ες-Ες μάς είχε αναφέρει μόνο πως τους ανακοίνωσε ο αρχιραβίνος ότι πια δεν θα υπήρχαν εβραϊκά μαγαζιά.

Και βέβαια τα μαγαζιά των Εβραίων έκλεισαν και σφραγίστηκαν, και διορίστηκε για καθένα απ΄αυτά ένας συμπολίτης χριστιανός ως μεσεγγυούχος.

Αργότερα τα μαγαζιά αυτά λεηλατήθηκαν. Ολόκληρα βαγόνια γέμιζαν οι Γερμανοί και τα κλεμμένα κατευθύνονταν στη Γερμανία. Μεταπολεμικά αποδέχτηκαν την ευθύνη τους για την κλοπή και δέχτηκαν να αποζημιώσουν. Για να πληρώσουν, όμως, αποζημίωση για τα κλεμμένα, απαιτούσαν αντίγραφα φορτωτικών εγγράφων των αποστολών στη Γερμανία. Πράγμα αδύνατο βέβαια, αφού τις αποστολές τις είχαν εκτελέσει οι ίδιοι και όχι οι ιδιοκτήτες των εμπορευμάτων. Εξάλλου την εποχή των λεηλασιών δεν είχαν πια μείνει Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη.

ΕΞΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΙΣΡΑΗΛΙΤΕΣ

μερ.11

Μια μέρα έφτασε σ’αυτιά μας μια κακή είδησι

έφτασε στ’αυτιά μας ότι θα μας εξορίσουν. Από τότε άρχισαν προετιμασίες.

Το κακό ήταν που δεν άφιναν να περάση χρήματα.

Πέρασαν μερικές μέρες έτσι

ώσπου πολλοί άρχισαν να φεύγουν για την Αθήνα,

τους δε άλους, περικήκλωναν κάθε τόσο

από καμιά σινοικία, και τους συγκέντρωναν

όλους στο Βαρόνου-ιρς όπου απ’εκεί έφευγαν.

Αλίμονο σε μας, οι φήμες που συνέχεια διέψευδαν οι Γερμανοί και ο δρ Κόρετς, έγιναν ξάφνου είδηση.

΄Ολοι οι ΄Ελληνες Εβραίοι θα εκτοπίζονταν στην Πολωνία, και μάλιστα σε μια πόλη που την έλεγαν Κρακοβία. Εκεί υπήρχε ήδη μια Εβραϊκή Κοινότητα, εκεί θα πραγματοποιούνταν το κομμουνιστικό όνειρο. ΄Ολοι φτωχοί, όλοι ίσοι, όλοι στη δουλειά για την πραγματική δημοκρατίας. Ο χορός, ο λαός χωρίστηκε στους δύσπιστους και στους εύπιστους. ΟΙ Γερμανοί ίμως, δεν έκαναν διάκριση, και στις 15 Μαρτίου 1943 κατέληξε η τραγωδία στην πρώτη αποστολή.

Από του Βαρώνου Χρις έφυγαν 40 βαγόνια, όπου στοιβάχτηκαν 2.800 άνθρωποι που έτυχε να γεννηθούν Εβραίοι. Δεν μπορούσαν παρά να υπακούσουν, ζητούσαν έλεος οι Εβραίοι, αλλά οι Γερμανοί είχαν τα όπλα, σκόπευαν και πυροβολούσαν χωρίς καμιά επιφύλαξη.

Οι συνθήκες, που έγινε εκείνη η πρώτη αποαστολή, αλλά και η δεύτερη στις 17 Μαρτίου 1943, έσπειραν τον πανικό.

Κάθε αυγή πια μας ξάφνιαζε η προδοσία τους.

Ο λαός κατάλαβε πως τον κορόιδευαν. Στο δράμα της εξόντωσής του ήταν σκηνοθέτης ο Μέρτεν, με υποκριτές, ηθοποιούς, τον Μπρίνερ και τον Βισλιτσένι και ίσως ίσως τον Κόρετς. Θεατές που παρακολουθούσαν με ένα είδος συνενοχής τα δρώμενα, οι αλλόθρησκοι συμπολίτες μας. Εμείς τα παιδιά προστεθήκαμε στον βουβό χορό των ενηλίκων, αφού σε τίποτα δεν μας ξεχώριζαν οι δράκοντες. Ο χώρος και ο χρόνος ήταν ορισμένα, υπήρχαν δηλαδή όλα τα στοιχεία μιας αρχαίας τραγωδίας. Η ζωή μας ρυθμίστηκε από την αγωνιώδη αναμονή της σύλληψης και της αναχώρηςη. Για κάθε ενδεχόμενο οι γονείς μάς αγόρασαν ζεστά ρούχα και παπούτσια, και από ένα σακίδιο στον καθένα σε περίπτωση που η περιοχή μας θα βρισκόταν στο επόμενο μπλόκο.

Τελούσαν και βιαστικούς γάμους για να φύγουν οι αρραβωνιασμένοι μαζί, νέοι εξαφανίζονταν από το βράδυ έως το πρωί, κατέβαιναν οι αντάρτες από τα βουνά και τους έπαιρναν μαζί. Τα νέα κυκλοφορούσαν με αστραπιαία ταχύτητα, γιατί στο σπίτι της οδού Ευζώνων μέναμε πολλές οικογένειες μαζί.

ΚΡΥΒΟΜΑΣΤΕ

μερ. 12

Ο περισότερος κόσμος κύταζε να σωθή. Μια οικογένεια

απ’τις πολές ήμασταν κι εμείς.

Είχαμε πολές προτάσις μα δεν αποφασίζαμε εύκολα.

Τέλος μια λαμπρή μέρα του Μαρτίου ήρθε ο γιατρός

που είχε σώσει τον μπαμπά στα έργα.

Μόλις μπήκε στο σπίτι νομίζαμε πως έμπαινε

ένας άγγελος για να μας σώσει.

Το άλλο πρωϊ ένας άνθρωπος είρθε κι έφερε

ένα γραμματάκι για τον μπαμπά.

Το πήρα εγώ και τ’άνοιξα. Θεέ μου τι έγραφε;

΄Εγραφε τ’ακόλουθα να με στείλετε το μεσαίο παιδί.

Πέρασαν έτσι αρκετές μέρες χωρίς να πάω.

Μια Κυριακή πήγε η Ληλή.

Δεν πέρασε πολύν ώρα κι ήρθε. Εγώ κι η μαμά

ήμασταν περίεργες να μάθουμε τέλος μας είπε

ότι η κυρία Φαίδρα η κυρία του γιατρού μας

περιμένη κάπου.

Πρώτα έφυγα εγώ με την μικρή μου αδερφή

Ντενής, το βράδυ ήρθε η Ληλή και το επόμενο βράδυ

ο μπαμπάς κι η μαμά.

Κάτσαμε κλησμένη μήνες, περνώ τον καιρό μου

διαβάζοντας, γράφοντας ή παίζοντας

καμιά φορά με την αδερφούλα μου και με τον

γιο του γιατρού.

Ο καθένας κοίταζε να σωθεί, δεν έπαιρνε άλλη αναβολή μετά τους τόσους αιφνιδιασμούς των Γερμανών.

Ανάμεσα στις προτάσεις που είχαμε για δραπέτευση ήταν και των Νεγρεπόντη. Η οικογένεια της Μαρίας πρότεινε να με πάρουν εμένα σπίτι τους. Η κρυψώνα, όμως, ήταν επισφαλής, όλη η γειτονιά με γνώριζε. ΄Υστερα ήρθε ο γιατρός, ο Γιώργος Καρακώτσος. ΄Εμενε στη Διαγώνιο, Τσιμισκή 113. Στο διαμέρισμά του αποφασίστηκε να κρυφτούμε προσωρινά. Εκείνη την Κυριακή, πιθανόν η πρώτη Κυριακή του Απριλίου 1943, τη θυμάμαι λεπτό προς λεπτό. Στο ημερολόγιό μου δεν γράφω λεπτομέρειες. Αποφεύγω να δώσω περισσότερα στοιχεία για την περίπτωση που έβρισκαν το τετράδιό μου οι Γερμανοί. Η κυρία Φαίδρα μας περίμενε στο πίσω μέρος του χώρου της Εκθέσεως, όπως ήταν τότε διαμορφωμένος. Εκεί, στο τέρμα της λεωφόρου Στρατού, στο αριστερό πεζοδρόμιο, κατηφορίζοντας προς το κέντρο.

Είναι περίεργο πως μένουν καρφωμένες στο μυαλό σου κάποις μνήμες ως πυροτεχνήματα σε μια νύχτα… το παλτό μου με τα καφέ δερμάτινα γατάκια, τη μάνα να μου ξηλώνει το κίτρινο άστρο, την Ντενίζ με το ροζ πλεκτό παλτουδάκι, την πεντάχρονη παλάμη τη δική της μες τη δική μου την παγωμένη. Και βγήκαμε έξω, έξω αό το γκέτο, στον παραπέρα κόσμο που μας ήταν απαγορευμένος. Υποθέτω από μια δίοδο αφύλακτη, που μας είχαν υποδείξει. Προσπαθούσα να φαίνομαι ατάραχη, όμως φοβόμουν πολύ. Ο δρόμος ήταν μακρύς και δύσκολος για την αδερφούλα μου. Περπατήσαμε και περπατήσαμε, και τα πόδια μου πονέσανε κι έσερνα και τη μικρή, αλλά να, την είδα. Η κυρία Φαίδρα φορούσε το μπλε και άσπρο ταγιέρ που μου είχαν περιγράψει, όμως κι εκείνη με αναγνώρισε. «Εσένα θα σε λένε Ρούλα», μου είπε «και σένα Νίτσα» ορμήνεψε την μικρή.

Το ίδιο βράδυ ήρθε η Λιλή στην Τσιμισκή 113 και το επόμενο βράδυ οι γονείς μας μεταμφιεσμένοι.

Στο διάστημα των δύο πρώτων μηνών της φυλακής μας, ένα βράδυ ο Μίμης ή Τριαντάφυλλος, ο πατέρας δηλαδή, μαζί με την μαμά, την Ευγενία και όχι πια Εζενί, μεταμφιέστηκαν και πάλι, πήραν τις ψεύτικες ταυτότητές τους κι έφυγαν… Μπήκαν στο γκέτο ως χριστιανοί. Επέστρεψαν το επόμενο βράδυ. Είχαν πάει στη Λίνα και τον Μωρίς Ρεκανάτη. Στο υπόγειο της μονοκατοικίας τους οι γονείς μου είχαν θάψει χρυσό. Μας χρειαζόταν για να ζήσουμε. Το τόλμημά τους ευτυχώς ευοδώθηκε και γύρισαν σώοι. ΄Υστερα από λίγο καιρό, η Λίνα με τα δύο της παιδιά, το Λάκη και τον Μίμη, έφυγαν για την Αθήνα ως Ισπανοί (υπηκοότητα της Λίνας πριν παντρευτεί), αλλά τον Μωρίς τον έπιασαν και χάθηκε στο ΄Αουσβιτες.

΄Οταν γράφω αυτήν τη σελίδα, αριθμός 14 του ημερολογίου,υπολογίζω τώρα ότι έπρεπε να ήταν Ιούνιος του 1943. Περιγράφοντας την ενασχόλησή μου, λέω ότι διαβάζω, γράφω προφανός το ημερολόγιό μου και παίζω. Το παιχνίδι φαίνεται πάντα να ‘ναι μια από τις έννοιες μου και το ξαναβρήκα. Ανεβαίναμε στην ταράτασ της Τσιμισκή 113 και παίζαμε «βαπόρι». Σκαρφαλωμένοι σ’ένα πεζούλι, το φα νταζόμαστε καράβι και σαλπάραμε για μέρη μακρινά, θάλασσες και πελάγη, χώρες ελεύθερες χωρίς κατακτητές. Απασχολούσα έτσι τα δυο μικρά, τη Νίτσα και τον Φίλωνα, τον γιο των Καρακώτσου, αλλά κι εγώ πετούσα τυλιγμένη σε παιχνιδιάρικα πλοκάμια ονείρου.

548 ημέρες

ΜΕ ΑΛΛΟ ΟΝΟΜΑ

Θεσσαλονίκη 1943/Μνήμες πολέμου

Εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ