#weremember 2022 – H Μνήμη είναι ηθική αξίωση.
Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.
Κάθε χρόνο ξεκινώντας το ελάχιστο αυτό αφιέρωμα, σκέφτομαι να κάνω επιλεκτικές δημοσιεύσεις, κάτι πιο συνοπτικό και πιο μεστό.
Κάθε χρόνο, ο Σελιδοδείκτης συμμετέχει στη μνήμη με κορύφωση τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος στις 27/1, και του είναι ιδιαίτερα δύσκολο, τελικά ακατόρθωτο να μην ασχοληθεί με πολλές πτυχές του θέματος. Και φέτος θα ισχύσουν τα ίδια, μετ΄επιτάσσεως, όπως οι καιροί ορίζουν.
Συλλέγουμε άρθρα, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, προτάσεις βιβλίων και κινηματογραφικών ταινιών και καταγράφουμε όσο μας μέλλεται, ταπεινά και με σεβασμό, την αποτύπωση του Ολοκαυτώματος στις Τέχνες και στην κοινωνία.
Δημοσιεύουμε σήμερα την προφορική μαρτυρία του Ιακώβ Αττία από την καταγραφή που έκαναν οι ΄
Ερρικα Κούνιο-Αμαρίλιο και Αλμπέρτος Ναρ και περιέχονται σε ένα βιβλίο, μαρτυρίες επιζώντων του Ολοκαυτώματος.
Μαρτυρία του Ιακώβ Αττίας
Το 1943 ήμουν τριάντα τριών χρόνων. Κατοικούσα στην οδό Ταντάλου και ήμουν παντρεμένος. Είχα κι ένα κορίτσι. Είχα και φρουτάδικο στην οδό Πτολεμαίων. Εμένα με πιάσαν πολύ νωρίς. Με πήραν πρώτα και με πήγαν στα έργα, στη Γιδά. Εκεί έκατασα καμιά εικοσαριά μέρες, είδα που δεν είχε ούτε Γερμανό, ούτε τίπτε, αναγκάστηκα να φύγω. Γύρισα στη Σαλονίκη, στην οικογένειά μου. Το μαγαζί μου το βρήκα. Η γυναίκα μου είπε ότι αυτή η δουλειά δεν είναι καλή. Πρέπει να φύγουμε από δω πέρα, να πάμε στο βουνό. Πήγα εγώ απάνω στην Καρατζόβα. Μου είπαν: «Κύριε Τζάκο, να σας πάρουμε για κάνα-δυο μέρες, μη μας σκοτώσουν κι εμάς. Θα σας βγάλουμε στο βουνό». Αλλά δεν προλάβαμε σε δυο μέρες. Μας κάναν μπλόκο και μας πήρανε.
΄Οταν έγιναν τα γκέτο, αλλάξατε σπίτι;
Πρώτα, καθόμουνα οδός Παιωνίας. Εκεί μας απαγορέψανε να μένουμε και πήγα στην Ταντάλου. Νοίκιασα εκεί ένα σπίτι.
Εκτός από τη γυναίκα και το παιδί σας, είχατε άλλους συγγενείς;
Τη μάνα μου, τα αδέλφια του πατέρα μου…. Από την οικογένεια μου γύρισα μόνο εγώ. Είχα μαζί μου και τα πεθερικά μου. ΄Εχασα περίπου οκτώ άτομα. Μας πήγανε πρώτα στου Βαρώνου Χιρς. Εκεί μείναμε μια μέρα μόνο. Είχε τράνσπορτ και μας βάλανε μέσα στα τρένα. ΄Ηταν ένα βαγόνι απ΄αυτά που βάζουν ζώα μέσα. Ογδόντα, ενενήντα άτομα ήμασταν. Μέσα, με συγχωρείς, κατουράγαμε, μέσα χέζαμε, μέσα όλα.
Υπήρχε τουαλέτα;
΄Οχι, σε βαρέλια.
Από τροφή, νερό;
Τίποτα. Αυτά που είχαμε μαζί μας.
΄Εκαναν στάσεις;
Κάναμε, αλλά ούτε μας άνοιγαν. Οκτώ μέρες συνέχεια μέσα. Φτάσαμε στο ΄Αουσβιτς. Ανοίξαμε τα βαγόνια, μας πήρανε, μας χωρίσανε. Εγώ είχα το μωρό στην αγκαλιά και με λένε να το δώσω στη γυναίκα μου. Το ΄δωσα στη γυναίκα μου, ήταν η κουνιάδα μου κοντά. Χώρισαν τους γέρους… τους νέους. Εμάς μας πήραν για δουλειά. Τη γυναίκα και το παιδί μου μαζί τους βάλανε σε αυτοκίνητο…. και τη μάνα μου. Τους πήγανε στο Μπίρκεναου.
Αυτή η επιλογή έγινε με το καλό ή με το άγριο;
Με το άγριο. Μας τραβάγανε.
Και ποιος σας χώριζε από δω και από εκεί;
Ο Γερμανός. Αυτοί φύγανε, και μετά που πήγαμε εκεί πέρα, ρωτάγαμε τους Πολωνούς που ήταν πολιτικοί αιχμάλωτοι, τι είναι αυτό που καίει. Πέντε=δέκα μέρες μας λέγανε ότι είναι κουραμάνες που φτιάχνουν, και μετά μας είπαν ότι είναι οι οικογένειές μας. Εκεί χάθηκαν.
Πώς νιώσατε όταν το μάθατε αυτό;
Πάθαμε τράκο….. Αρρωστήσαμε….
Με σας τι έγινε;
Εμάς μας πήγανε με τα πόδια, στο Μπίρκεναου. Εκεί μας πήραν, μας βάλανε καραντίνα 20-30 μέρες. Εκεί μέςας μας είχαν, δεν βγαίναμε. Εκεί μέσα πηγαίναμε στα ουρητήρια…. Όλα εκεί πέρα. Μας πήραν τα ρούχα και μας έδωσαν ρούχα ριγέ. Το έχω ενθύμιο σε φωτογραφία. Και μας βάλανε αριθμούς στο μπράτοσ. Ο δικός μου αριθμός είναι «109.923». Μας κούρεψαν κιόλας, όλο το σώμα. Παπούτσια μας έδωσαν απ΄αυτες τις γαλότες. ΄Οταν τελείωσε η καραντίνα, μας πήγαν στη δουλειά να ρίξουμε πέτρες, να γκρεμίσουμε ντουβάρια, να σκάβουμε.
Το φαγητό σας τι ήταν;
Μια σούπα το πρωί μας δίνανε, ένα τσάι το πρωί χωρίς ζάχαρη. Το μεσημέρι μας έπαιρναν από το στρατόπεδο, εκεί που δουλεύαμε και μας δίνανε αυτή τη σούπα χωρίς τίποτα μέσα. Σκαλίζαμε να βρούμε ένα φασόλι ή ένα ρεβύθι. Το βράδυ μας δίναν 20-30 δράμια ψωμία και λίγη μαργαρίνη ή δυο -τρεις πατάτες βραστές. Πηγαίναμε στη δουλειά μας στις επτά το πρωίκαι γυρίζαμε στις δώδεκα το μεσημέρι. ΄Υστερα ξαναπηγαίναμε πάλι, μέχρι τις έξι η ώρα το απόγευμα.
Πού κοιμόσασταν;
Σε παράγκες. Τα κρεβάτια ήταν ξύλινα. Ούτε μαξιλάρια, ούτε σεντόνι, ούτε στρώματα. Μόνο χόρτα. ΄Ηταν όπως στο στρατό. ΄Ηταν τρία κρεβάτια. Εκεί που πιάσαμε θέση, πηγαίναμε συνέχεια ο καθένας.
Ήταν τριώροφες κουκέτες λοιπόν. ΄Εχω ακούσει ότι κοιμόσασταν πολλά άτομα σε ένα κρεβάτι. Και πώς καταλαβαίνατε τις διαταγές τους; Ξέρατε γερμανικά;
΄Οχι. Ούτε είχα όρεξη να μάθω, γιατί ώρα με την ώρα περιμέναμε να μας καθαρίσουν. Μόνο το «ράους» έμαθα. Ο ένας κοντά στον άλλο, μας βάλανε στη γραμμή και πηγαίναμε. ΄Ενα δύο, άιν-τσβάι… Μετά από εκεί μας πήγανε στη Βαρσοβία. Εκεί δουλεύαμε στα τσιμέντα, στο εργοστάσιο, στο δρόμο επάνω ήτανε. Η εταιρεία πώς λέγεται δεν ξέρω. Μας παίρνανε το πρωί, πηγαίναμε, μας βάζανε το μεσημέρι, ξαναπηγαίναμε…. Μια εβδομάδα δουλεύαμε μέρα, μια εβδομάδα δουλεύαμε νύχτα. Μας φορτώνανε τα τσιμέντα κι αν αργούσαμε είχε το καμτσίκι. Στη Βαρσοβία μείναμε έξι μήνες. Μετά μας πήραν τρανσπορτ και πήγαμε στο Τενταπί, ένα μέρος έξω από τη Βαρσοβία. Εκεί μας κάνανε παράγκες και κανάμε στρατόπεδο. Κάναμε αυτές τις δουλειές. Σκάψιμο, κουβάλημα νύχτα μέρα… ΄Οταν ήταν η οποισθοχώρηση, μας πήραν από εκεί πέρα, μες στα βαγόνια και μας πήγανε να μας καθαρίσουνε, αλλά δεν προλάβανε. ΄Ηλθαν οι Αμερικάνοι και μας γλιτώσανε.
Πότε έγινε αυτό;
΄Εξι μήνες έκατσα μόνο στο Μπιρκενάου. Κι έξι μήνες έκατσα στη Βαρσοβία.
Θυμάστε πότε φύγατε από εκείνο το στρατόπεδο;
Μια φορά, καλοκαίρι ήτανε….
Εσείς πιστεύατε ότι θα απελευθερωθείτε;
΄Οχι. Από πού να το πιστέψω;Πίστευα ότι θα μας πάνε να μας καθαρίσουν. Αφού μας πήραν από εκεί, μας κλείσανε μες στα βαγόνια πάλι και μας πήγαν πέρα. Αν δεν έρχονταν οι Αμερικάνοι, κάπου θα μας ρίχνανε.
΄Αλλες επιλογές δεν έκαναν;
Πώς, κάνανε, εγώ πέρασα. Πότε-πότε θέλαν να καθαρίσουν μερικούς κι έλεγαν: «Εσύ έλα, εσύ έλα….». Μας έβαζαν στη σειρά. Εγώ γλίτωσα.
Επομένως, όπως τα λέτε, περάσατε επιλογές;
Στο μήνα επάνω, έτσι που κοιμόμασταν, μας λέγαν ¨ράους», μας βάζανε σε μια ζυγαριά και μας ζυγίζανε. Αν ήταν λίγα τα κιλά και δεν μπορούσαμε να εργαστούμε σου παίρνανε τον αριθμό και την άλλη μέρα σε πηγαίνανε για κάψιμο.
Πώς έγινε η απελευθέρωσή σας;
Μας λευτέρωσαν οι Αμερικάνοι. ΄Ηταν σαν μετά το Πάσχα, Απρίλιος, Μάιος. Ε, λοιπόν, μας πήραν οι Αμερικάνοι, μας πήγανε…. καθίσαμε σ΄ένα στρατόπεδο, μας ταϊζανε λίγο-λίγο, γιατί από τις στερήσεις φοβόμασταν μην πάθουμε τίποτες…. Φοβόμασταν να φάμε. Μετά μας πήραν να μας πάνε… Μας βάλανε σε βαγόνι και βγήκαμε στο Μπάρι, στην Ιταλία. Εκεί είχε έναν αξιωματικό ΄Ελληνα και ρώτησε πόσα άτομα ήμασταν. ΄Επαιρνε φαϊ, συσσίτιο, για να μας ταϊσει. Εμείς πότε πηγαίναμε, πότε δεν πηγαίναμε στο μαειρείο, τρώγαμε και δεν πληρώναμε…. ΄Ωσπου βαρεθήκανε και μας διώξανε από κει. Μας βάλανε στα καράβια, μας κατεβάσανε στην Πάτρα. Από εκεί μας πήρανε με αυτοκίνητα, μας φέρανε στην Αθήνα. ΄Οταν ήλθα στην Αθήνα εγώ, με ρώτησαν πού θέλω να πάω… Θέλω στο Ισραήλ; Θέλω στην Αμερική; Εγώ είπα θέλω στη Θεσσαλονίκη. Και αυτό ήταν.
Δημιουργήσατε οικογένεια μετά;
Ναι. Αλλά παιδιά δεν κάναμε. Είκοσι χρόνια ήμουν παντρεμένος. Η γυναίκα μου πέθανε.
Το μαγαζί σας το ξαναβρήκατε;
Το βρήκα, αλλά δεν ήταν δικό μου….
΄Ηταν κάποιου άλλου;
Ναι. Και μετά έγινε… αναγκάστηκα… με ξέρανε όλοι οι παραγωγοί και κάναμε ένα συνεταιρισμό με τον Αλμπέρτο Νισήμ, που έφυγε στην Αμερική. Αυτός είχε μαγειρείο, όταν μας πήραν εμάς. Μετά το κάναμε φρουτάδικο. Το γυρίσαμε σε μανάβικο. Δουλέψαμε μαζί, μετά χωρίσαμε, πήρα δικό μου μαγαζί.
Θυμάστε τίποτα άλλο;
Το ξύλο που τρώγαμε κάθε μέρα. Στο μπλοκ 10, τις γυναίκες που κάνανε περιάματα. Τις βγάζανε τα αυτά και το ένα μετά το άλλο, για να μην κάνουνε παιδιά. Και τους άντρες τους αφηράγανε, με συγχωρείτε, τα αρχίδια.
Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 1989
Για το βιβλίο που Προσωπικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ευρασία, σε επιμέλεια Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου διαβάστε λεπτομέρειες στο σχετικό άρθρο μου.