O Jimmy Smith με τα μάτια του Ιλάν.

 

Φωτογραφία του Ilan Solomon.

Jimmy Smith (December 8, 1925 – 2005).

Ήταν μόλις εννέα ετών όταν κέρδισε σ’ ένα διαγωνισμό νέων ταλέντων στη Φιλαδέλφεια και σαν έφηβος, αρχές της δεκαετίας του ’50, έπαιζε πιάνο στις τοπικές μπάντες του R&B. Όταν όμως άκουσε τον γεμάτο βιμπράτο ήχο του πρωτοπόρου οργανίστα από το Σικάγο Wild Bill Davis, ερωτεύτηκε το βαρύ ηλεκτρικό Hammond όργανο που δεν σχεδιάστηκε για τα τζαζ κλαμπ αλλά για τις εκκλησίες που δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν ένα εκκλησιαστικό όργανο.

Ο James Oscar Smith γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1928 στο Norristown της Pennsylvania και ήταν ο γιος ενός τραγουδιστή και μιας χορεύτριας.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 έκανε το εντυπωσιακό ντεμπούτο του στο Smalls Paradise της 7ης Λεωφόρου της Νέας Υόρκης. Εκεί κέρδισε την προσοχή της Blue Note Records και έγινε το μεγάλο αστέρι της. Παίζοντας με σπουδαίους κιθαρίστες όπως ο Kenny Burrell και ο Grant Green, είδε την δημοτικότητα του να κορυφώνεται στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60.

Αργότερα στη Verve Records, ηχογράφησε δίσκους με παγκόσμια εμπορική επιτυχία όπως τα The Cat, Got My Mojo Workin’, Walk Through the Wild Side, με τη μεγάλη μπάντα του Oliver Nelson και το The Sermon που έγινε ένα από τα πιο κλασικά τζαζ άλμπουμ.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 ο Jimmy Smith, που έφυγε στις 8 Φεβρουαρίου του 2005, έγινε ο star της dancefloor Jazz και οι Black ‘n Blue νότες του Β-3 Hammond Organ του ξεσήκωναν τη νέα γενιά στα κλαμπ όλου του κόσμου.

 

 

O Lou Rawls με τα μάτια του Ιλάν.

Φωτογραφία του Ilan Solomon.

Louis Allen Rawls (1 Δεκεμβρίου 1933 – 6 Ιανουαρίου 2006).

 

The classiest singing and silkiest chops in the singing game
___ Frank Sinatra

Γεννήθηκε σαν σήμερα στις φτωχογειτονιές του Southside του Chicago. Η πρώτη του συνάντησή με τη μουσική ήταν όταν, επτά χρονών, τραγουδούσε στη χορωδία της εκκλησίας των Βαπτιστών. Το Stormy Monday, ένα Jazz άλμπουμ μαζί με τον πιανίστα Les McCann για την Capitol το 1962, ήταν η πρώτη μεγάλη δισκογραφική του επιτυχία.

Ο Lou Rawls, ο τραγουδιστής των τραγουδιστών με την ανεπανάληπτη βαρύτονη φωνή και τη μεγάλη φιλάνθρωπη ψυχή, στη διάρκεια της μακριάς σταδιοδρομίας του που διάρκεσε περισσότερο από μισό αιώνα, ηχογράφησε περισσότερα από 60 άλμπουμ και κέρδισε τρία Grammy βραβεία.

 

 

 

 

Ο John Mayall, μαζί κι ο ΄Αγγελος, κι ο Παύλος, με τα μάτια του Ιλάν.

 

Φωτογραφία του Ilan Solomon.

 

Κατεβαίνω τα σκαλιά του Pop Eleven της οδού Σκουφά, του δισκάδικου των αδελφών Τάσου (έφυγε νωρίς το 2000) και Γρηγόρη Φαληρέα. «Έφτασε!» μου γνέφει με νόημα απ’ το ταμείο ο διοπτροφόρος Άγγελος με τη μακριά γενειάδα και τα φουντωτά μαλλιά, δευτεροετής της Νομικής ήταν.

Φωτογραφία του Ilan Solomon.

 

Συνεχίζω την περιήγηση ανάμεσα στα ράφια με τα βινύλια όταν βλέπω να μπαίνει φουριόζος ο Παύλος. Τον «μπανίζει» στον πάγκο του ταμείου. «Α! τον έφερες!» αναφωνεί ενθουσιασμένος. «Είναι του κυρίου» του κόβει τη φόρα ο Άγγελος. Βλέπετε ο «κύριος» παρά τη μόδα της εποχής με τα αμπέχωνα και τα στρατιωτικά σακίδια φορούσε το μπεζ σταυρωτό μπλέιζερ σακάκι, τρόπαιο παλιότερων ευρωπαϊκών περιπετειών.

 

 

Φωτογραφία του Ilan Solomon.

John Mayall (b. 29 November 1933)

 

Με τον Άγγελο – των κόμιξ και της Επιστημονικής Φαντασίας – Μαστοράκη γίναμε και μείναμε φίλοι μέχρι τη στιγμή που μας άφησε χτυπημένος από τον καρκίνο στις 10 του Φλεβάρη του 2016. Με τον Παύλο, προσπάθησα, δεν τα κατάφερα. Εγκατέλειψε νωρίς τη μάχη της ζωής νικημένος από την Ηρωίνη.

Ο John Mayall σήμερα γιορτάζει τα 84α γενέθλιά του.

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο καταραμένος πρίγκιπας του ελληνικού ροκ, «ταξίδεψε» στις 6 Δεκεμβρίου του 1990. Ήταν μόνο 42.

 

Η Ομάρα Portuondo Pelàez με τα μάτια του Ιλάν.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

 

Γεννήθηκε το 1930 και η ζωή της μοιάζει με την ιστορία της πατρίδας της, της Κούβας. Κόρη φτωχού μεικτού ζευγαριού, πρωτοάκουσε μουσική μόνο από τα χείλη των γονιών της. Στη σκηνή βρέθηκε ξαφνικά στα 15 της χρόνια, όταν το μπαλέτο του Tropicana χρειάστηκε μία επιπλέον χορεύτρια. «Ήμουν πολύ ντροπαλή. Δίσταζα να δείξω τα πόδια μου» αφηγείται.

Τα Σάββατα η μικρή Ομάρα, μαζί με την αδελφή της, τραγουδούσε για τους αμερικάνους πελάτες των κλαμπ της Αβάνας. Η καριέρα της όμως άρχισε ουσιαστικά το 1952 όταν συμμετείχε στο περίφημο για την εποχή φωνητικό κουαρτέτο των »Las D’ Aida». «Περιοδεύσαμε σε όλη την Αμερική. Μαζί με τον Nat King Cole είπαμε μερικές από τις μεγαλύτερες του επιτυχίες» θυμάται.

Την κρίσιμη στιγμή, αντί της φυγής, συνειδητή της επιλογή ήταν να μείνει στην επαναστατημένη Κούβα του Φιντέλ Κάστρο. Έγινε όμως γνωστή όταν ο κιθαρίστας και παραγωγός Ry Cooder την ανακάλυψε εκεί το 1995. Αμέσως την κάλεσε να τραγουδήσει το νοσταλγικό «Veinte Años» στο Buena Vista Social Club. Και μετά ήρθε η παγκόσμια αναγνώριση, όταν η φιγούρα της ξεχώρισε στο φιλμ του Wim Wenders.
….

Το κοινό τους αποθεώνει, ένα δάκρυ κυλάει από τα μάτια της. O Ibrahim Ferrer βγάζει το μαντίλι απ’ την τσέπη του και της το σκουπίζει. Ο Φιντέλ, στην πρώτη σειρά, συγκινημένος. Κι εγώ τη θυμήθηκα χτες που η Κούβα γονάτιζε μπροστά στο μνήμα του, ένα χρόνο ακριβώς μετά το θάνατο του ηγέτη της.

Omara Portuondo Peláez (born 29 October 1930).

 

Dizzy makes us dizzy. Στην Ελλάδα για πρώτη φορά – με τα μάτια του Ιλάν.

 

Ο Ιλάν, ανοιχτό βιβλίο γεμάτο μουσικές τζαζ ιστορίες από τις κοινότητες της πόλης, θυμάται τα πάντα με την παραμική λεπτομέρεια. Τον Dizzy που αγαπάμε ευλαβώς, ας πούμε….

Πάντα είναι απόλαυση για μένα να τον διαβάζω και να μοιράζομαι μαζί σας τις μοναδικές στιγμές που έζησε και περιγράφει :

«Την Άνοιξη του 1956, στα πλαίσια μιας μεγάλης περιοδείας που για καθαρά προπαγανδιστικούς λόγους ήταν διοργανωμένη από το State Department και περιελάμβανε την Τουρκία, το Πακιστάν, τον Λίβανο και την Ελλάδα, ο Dizzy με την μεγάλη ορχήστρα του φτάνει στην μετεμφυλιακή Αθήνα.

Προβλεπόταν να μείνει ολόκληρο το δεύτερο δεκαήμερο του Μάη για 14 εμφανίσεις (9 βραδυνές, 4 απογευματινές και μία δωρεάν για σπουδαστές) στο Rex. Όμως το κλίμα ήταν αρνητικά φορτισμένο και οι Αμερικανοί μουσικοί, μαύροι και λευκοί, ανεπιθύμητοι λόγω της στάσης των ΗΠΑ στο Κυπριακό.

Ο γνωστός jazz κριτικός Marshall Stearns που ταξίδευε μαζί με την μπάντα, στο άλμπουμ «Dizzy In Greece» που στην πραγματικότητα ηχογραφήθηκε αργότερα, περιγράφει την κατάσταση αλλά και τη μεταστροφή της αρνητικής διάθεσης του νεανικού κοινού με το που ξεκίνησε να παίζει η μπάντα.

17424604_1562251397152957_5348393924636658313_n

Η υπεύθυνη για τη διοργάνωση Καίτη Κασιμάτη – Μυριβήλη αφηγείται:

»Ένα από τα συγκροτήματα που ήρθαν στην Αθήνα από τη Νέα Υόρκη ήταν μια ορχήστρα τζαζ, η οποία αποτελούνταν από μαύρους μουσικούς υπό τη διεύθυνση του τρομπετίστα και μαέστρου της ορχήστρας Ντίζυ Γκιλέσπι.

Ενορχηστρωτής της ορχήστρας και πιανίστας ήταν ο νέος τότε και αργότερα διάσημος συνθέτης της τζαζ Κουίνσι Τζόουνς. Δόθηκαν τρεις συναυλίες στο θέατρο «Ρέξ», τις οποίες παρακολούθησε ο Μάνος (Χατζηδάκις) και γνωρίστηκε με τους μουσικούς. Επειδή οι προσκλήσεις γι αυτές τις συναυλίες βασίζονταν σε πρωτόκολλο, ο Γκιλέσπι δεν έμεινε ικανοποιημένος με το κοινό των συναυλιών και ζήτησε να προσφέρει μια συναυλία αποκλειστικά για φοιτητές με ελεύθερη είσοδο.

Εκείνο το βράδυ έγινε παντζουρλισμός. Ο φοιτητόκοσμος κατέκλυσε το θέατρο, οι νέοι κρέμονταν από τα θεωρεία, χειροκροτούσαν και φώναζαν το όνομα του Γκιλέσπι. Όταν τέλειωσε η συναυλία όρμησαν στη σκηνή, σήκωσαν τον Γκιλέσπι στα χέρια και τον κατέβασαν μέχρι την Ομόνοια».

Οι μουσικοί που συμμετείχαν ήταν οι: Dizzy Gillespie (leader), Jimmy Powell, Phil Woods (alto saxes) – Billy Mitchell, Ernie Wilkins (tenor saxes), Marty Flax (baritone) – Dizzy Gillespie (trumpet, vocal), Joe Gordon, Quincy Jones, E. V. Perry, Carl Warwick (trumpets), Rod Levitt, Melba Liston, Frank Rehak (trombones), Walter Davis, Jr. (piano), Nelson Boyd (bass) Αθήνα, 12 – 21 Μαϊου του 1956. Θέατρον «Rex»-Κοτοπούλη.

Εισιτήρια προς: 22, 33, 55 δραχμάς. Την Κυριακήν: Δωρεάν.

 

DIZZY και ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ.

«Την άλλη μέρα το απόγευμα είχαμε συνάντηση με τον Αχιλλέα Μαμάκη στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου, για συνεντεύξεις με τους Γκιλέσπι και Τζόουνς για την εκπομπή του »Το θέατρο στο μικρόφωνο». Μαζί είχε έρθει και ο Μάνος και όταν τελείωσαν οι συνεντεύξεις, ήταν πια αργά το βράδυ, ο Μάνος πρότεινε να τους πάμε κάπου να φάμε, και αποφάσισε να πάμε στου Τσιτσάνη, κάτω στις Τζιτζιφιές. Εξηγήσαμε στους φίλους ποιός ήταν ο Τσιτσάνης και ξεκινήσαμε.

Ο Τσιτσάνης μας δέχτηκε με χαρά και αρχοντιά, εφόσον ο Μάνος του σύστησε τους αμερικανούς μουσικούς και αναφέρθηκε στη μουσική τους. Οι ξένοι τόσο πολύ ενθουσιάστηκαν με τη μουσική και τα τραγούδια που άκουγαν από τον Τσιτσάνη και τον Παπαιωάννου, ώστε κάποια στιγμή ο Τσιτσάνης ζήτησε από τον Γκιλέσπι και τον Τζόουνς να παίξουν κάτι όλοι μαζί. Ανέβηκαν στο πάλκο και οι δύο.

Ο μεν Κουίνσι Τζόουνς κάθησε στο πιάνο, ο Γκιλέσπι έπαιζε την τρομπέτα του και ο Τσιτσάνης μπουζούκι, δημιουργώντας ένα απίστευτο jam session ανεπανάληπτο. Ακόμα λυπάμαι που δεν είχαμε μαζί μας ένα φορητό μαγνητόφωνο να ηχογραφήσουμε αυτή την τόσο ασυνήθιστη μουσική που έβγαινε από τους αυτοσχεδιασμούς. Καθήσαμε ως τα ξημερώματα.»

(πηγή: rockandrollcircus)

 

Ο Don Cherry (μπαμπάς της Νeneh) με τα μάτια του Ιλάν.

Φωτογραφία του Ilan Solomon.

 

Σαν ένας αγνός mr. multiculti προτιμούσε να δίνει έμφαση στην έκφραση και τη μουσική επικοινωνία παρά στην ταχύτητα και την τεχνική »ανδρεία», διαμορφώνοντας έτσι έναν εντελώς ξεχωριστό προσωπικό ήχο. Πέρασε σημαντικές περιόδους της ζωής του ταξιδεύοντας και σπουδάζοντας στην Αφρική, τη Νότια Αμερική, τη Μέση Ανατολή και την Ινδία, απορροφώντας τις μουσικές τους και εδραιώνοντας την πεποίθησή του ότι υπάρχει μια κοινή αίσθηση που διατρέχει όλους τους πολιτισμούς και ότι ο αυτοσχεδιασμός βρίσκεται στην καρδιά όλων.

Ξεκίνησε σαν μέλος του Free Jazz κουαρτέτου του Ornette Coleman στο Λος Άντζελες στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και συνέβαλε ενεργά στην αλλαγή του προσώπου της σύγχρονης τζαζ, αφού μετακόμισε στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όπου συνεργάστηκε παίζοντας τη μικρή pocket trumpet του με τον Sonny Rollins, τον John Coltrane, τον Albert Ayler, τον Archie Shepp, τον Steve Lacy, τον Gato Barbieri.

Στο τέλος της γεμάτης μουσική και ναρκωτικά ζωής του, ήταν 19 Οκτωβρίου του 1995, τα πέντε παιδιά του, ανάμεσά τους και η Neneh Cherry, έπαιζαν μουσική και κατανοούσαν τη σημασία της στη ζωή. Ο Don Cherry γεννήθηκε σαν σήμερα 18 Νοεμβρίου του 1936 στην Οκλαχόμα.

Μέχρι νάρθει η βροχή…..

 

Kώστας Γιαννουλόπουλος : ο Ιλάν τον θυμάται μαζί μας, όπως ακριβώς τον έζησε.

Φωτογραφία του Ilan Solomon.

20 χρόνια τώρα και κάθε 17 του Νοέμβρη, η παρουσία του, η απουσία του, γίνεται ακόμα πιο έντονη. Και τα λόγια στερεύουν καθώς περνούν οι μέρες από εκείνη τη 17 Νοέμβρη του 1997 όταν έφυγε ξαφνικά από την οικογένεια της καλής μουσικής ο φίλος, ο δάσκαλός για πολλούς από εμάς και καλός συνεργάτης σε άλλες δημιουργικές μας στιγμές. Αυτός, ο δημιουργός της εκπομπής »Τα πρωϊνά όλου του κόσμου» στο Τρίτο Πρόγραμμα, ο εμπνευστής και διευθυντής μας στον JazzFm, ο δημοσιογράφος και καλός ραδιοφωνικός παραγωγός, το πρόσωπο πίσω από τα Φεστιβάλ «Praxis», o Κώστας Γιαννουλόπουλος με τον οποίο μαζί απολαμβάναμε τη μαγεία της Τέχνης του Αυτοσχεδιασμού σε κάθε ευκαιρία, δίσκο ή συναυλία. Μόνο που ο Κώστας, αυτήν του τη σχέση με τη μουσική, την είχε αναγάγει σε επιστήμη από πολύ νωρίς.

 

Oι ήχοι για τον Κώστα περιείχαν το κοινωνικό πλαίσιο της δημιουργίας τους, την προσωπικότητα του δημιουργού τους, αλλά και τη διείσδυση στον ψυχισμό του αποδέκτη τους. Tους προσέγγιζε ολιγόλογα, με ουσία, είτε στα γραπτά του, είτε στις μοναδικές ραδιοφωνικές εκπομπές του.

H στιγμή της γνωριμίας μας, στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα, είχε στο επίκεντρό της -τι άλλο;- έναν δίσκο τζαζ σ’ ένα δισκάδικο του κέντρου της Αθήνας. «Ακούς Jazz;», με ρωτάει. Ναι, του λέω. «Nα τον πάρεις, είναι καλός», μου προτείνει. Έτσι άρχισαν όλα. Μέχρι, τέλος, τον κοινό μας στόχο: τον Jazz FM 102,4. Έναν ειδικό ραδιοφωνικό σταθμό με αντικείμενο την τζαζ και τις άλλες μουσικές της »ψυχής». Κάτι που ως τότε έμοιαζε με ένα απραγματοποίητο όνειρο έγινε, έστω και για λίγο, πραγματικότητα. Το απονενοημένο εγχείρημα για τη δημιουργία του πρώτου και μοναδικού ως τώρα τζαζ σταθμού της πόλης είχε μπει βαθιά στο μυαλό του Κώστα από καιρό. Κι όταν ο Λεωνίδας επέστρεψε με τις κασέτες του Λονδρέζου μεγάλου αδελφού, άναψε τη φωτιά! Από το υπόγειο ταβερνείο της πρώτης μας συνάντησης μέχρι το υπόγειο του σταθμού στον Βύρωνα απείχαμε πια μόνο λίγες νύχτες. Στην αρχική πεντάδα προστέθηκαν ακόμα δεκαπέντε.
.
Και ήταν ο κουβάνος Paquito D’Rivera που έδωσε το σύνθημα για το ξεκίνημα, βράδυ της 11ης Μαρτίου, ημέρα Δευτέρα. Το φανκ του James Brown, τα Blues του John Lee Hooker, το latin beat του Tito Puente βρήκαν το ταίρι τους στο άλτο του Parker, το μπάσο του Mingus, την τρομπέτα του Miles, το τενόρο του Trane, το πιάνο του Μονκ.

Σαν υπεύθυνος… «στρατολόγησης» είχα αναλάβει τη βασική εκπαίδευση των υποψήφιων «μάγων», πριν τους παραδώσω στην ανάκριση του αυστηρού και πεπειραμένου «Θεού» της Jazz. – «Πόσους δίσκους έχεις;», «ποιοι παίζουν στο κουαρτέτο του Coltrane;» ήταν δύο από τις στάνταρ ερωτήσεις της ανάκρισης. Τα κριτήρια ήσαν αρκετά χαλαρά και οι νέοι έπαιρναν γρήγορα το ερτζιανό «βάπτισμα».

Πολλά τα ξενύχτια με έντονες συζητήσεις για το ύφος, το στυλ και το μουσικό περιεχόμενο των εκπομπών βελτίωναν συνεχώς την δημόσια εικόνα των παραγωγών που, με την ψυχή τους – και γιά την ψυχή τους – ετοίμαζαν το καθημερινό πρόγραμμά τους, αφού πρώτα τα είχαν ακουμπήσει στο Jazz-Rock ή το Metropolis για τα αγαπημένα τους δισκάκια. Την ίδια στιγμή, μέσα στο στούντιο οι εκπομπές συνεχιζόντουσαν, οι δίσκοι γύριζαν στα πλατό και τα τηλεφωνήματα των ακροατών άναβαν. Όταν όμως άναβε το «ON AIR», οι τόνοι κατέβαιναν, καθώς η ηχομόνωση δεν ήταν επαρκής και κάποια … μπινελίκια έβγαιναν στον αέρα μέσα απ’το ανοιχτό μικρόφωνο του παρουσιαστή.

Η υποδοχή του τζαζ κοινού της πρωτεύουσας ήταν συγκινητική. «Διαμάντια στον ουρανό της νύχτας» έγραφε η εφημερίδα την πρώτη μέρα. Και ο σταθμός, από το αρχικό ένθετο δίωρο έγινε σε έναν χρόνο 24ωρος. Νέες εκδόσεις, συναυλίες, πολλά Live στα μπαράκια, το νέο μεγάλο Half Note που μαζί με την κυκλοφορία του »Tzaz & Jazz» έδωσαν εκείνα τα χρόνια την εικόνα της άνθισης μιας μουσικής γεμάτης από έντονα συναισθήματα. Σε αυτό βοήθησε η δημιουργία της νέας ελληνικής Jazz σκηνής, στο «Παράφωνο», το «Public», το «Έμπλεων», το καφέ «Asante». Νέοι και σπουδασμένοι ταλαντούχοι μουσικοί την πλαισίωναν και οι δίσκοι τους έβρισκαν το δρόμο τους στις ερτζιανές λεωφόρους των fm, με την ένθερμη υποστήριξή μας.

Την τελευταία νύχτα του σταθμού, τον Ιούλιο του 1996, ο Πύρρος Δήμας σήκωνε το χρυσό στην Ατλάντα.

Φωτογραφία του Ilan Solomon.

               ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ                        (1948 – 17.11.1997)      

Στις 17 Νοεμβρίου 1997, ο Κώστας Γιαννουλόπουλος εξέπεμψε για τελευταία φορά από το Τρίτο “Τα Πρωινά Όλου του Κόσμου” – «ένα κύμα ηρεμίας πάνω από την πόλη κι όποιος το εισπράξει», έλεγε στον Προκόπη Δούκα, στην τελευταία τους επικοινωνία. Λίγες ώρες αργότερα, η καρδιά του τον πρόδωσε. Σπούδασε οικονομικά και δούλεψε σε τράπεζα, αλλά η μουσική τον είχε κερδίσει από νωρίς. Άρχισε να γράφει στον «Ήχο» και το 1977 εξέδωσε το περιοδικό “Τζαζ”. Οργάνωσε τις πρώτες jazz συναυλίες στην Ελλάδα και καθιέρωσε το φεστιβάλ «Praxis», ανεβάζοντας στη σκηνή τις σύγχρονες μορφές της jazz. Διευθυντής του μουσικού τμήματος της ΕΤ2 και στέλεχος του Top Fm, έγραφε κάθε βδομάδα στα «Νέα». Και μετά, για έξι χρόνια, ήρθε ο JazzFM. Το κοινό μας όνειρο, που άντεξε στις πιέσεις των μεγαθήριων μόνο έξι χρόνια. Μια πορεία ταγμένη, χωρίς κέρδη και διαφημίσεις. Ο Κώστας Γιαννουλόπουλος δήλωνε ακροατής, που κατάφερε να κάνει το χόμπι του επάγγελμα. Τι ακροατής όμως.

Μεσάνυχτα και κάτι της Παρασκευής 17 Νοεμβρίου τον θυμόμαστε στους 88,6fm, στο Ραδιόφωνο 24/7 ενώ σήμερα το πρωί στο Τρίτο Πρόγραμμα,  οι Διονύσης Μαλλούχος, Giorgos Florakis και Ιλάν σε μία εκπομπή στη μνήμη του.

Το πιο πάνω κείμενο φόρος τιμής στο δάσκαλο και φίλο Κώστα Γιαννουλόπουλο, δημοσιεύεται σήμερα στο ΕΘΝΟΣ της Παρασκευής. 

Φωτογραφία του Ilan Solomon.

Στην δεύτερη ώρα της αποψινής εκπομπής Round midnight με τον Ιλάν θα ακουστεί στο Ραδιόφωνο 24/7 η μία και μοναδική διασωθείσα εκπομπή του: η τελευταία του εκπομπή, στις ένδεκα το πρωί της 17ης Νοέμβρη του 1997. Έφυγε 2 ώρες μετά.

 

H Diana Krall με τα μάτια του Ιλάν.

Ο Ιλάν εύχεται χρόνια πολλά και διηγείται :

 

Φωτογραφία του Ilan Solomon.

 

Γεννήθηκε σαν σήμερα, 16 Νοεμβρίου του 1964, στο παγωμένο Ναναΐμο του Καναδά. Κι εγώ, την πρώτη φορά, γράφοντας για τον πρώτο της δίσκο, την αμφισβήτησα χοντρά:

Τι ήθελε αυτή η ξανθιά μορφονιά να παριστάνει τη ντίβα της τζαζ όταν τόσες άλλες πριν από αυτήν έκαναν τη δουλειά καλύτερα; Δύο τα αστεράκια στην κριτική στο περιοδικό »Ήχος».

Την επόμενη φορά, τ’ αστέρια έγιναν τρία κι όταν πια το 2000 την άκουσα να γεμίζει καταλυτικά με τον ερωτικό της ψίθυρο τη μεγάλη αίθουσα του Τζαζ Φεστιβάλ του Montreux, της έβγαλα το καπέλο. Και είμαι σίγουρος πως κι ο Nat King Cole και ο genius Ray θα έκαναν το ίδιο, κι ας ήθελε τόσο πολύ στα πρώτα βήματα της να τους μοιάσει.

Σήμερα πια, μια ευτυχισμένη μαμά και μια σκληρά εργαζόμενη Jazz Lady, πιανίστρια και τραγουδίστρια με πέντε βραβεία Γκράμι στο ενεργητικό της, έχει πουλήσει πάνω από 15 εκατομμύρια άλμπουμ σε όλο τον κόσμο και θυμάται τότε, στη Νέα Υόρκη, που έπαιζε πιάνο προς το ζην σε ένα μικρό τζαζ κλαμπ.

Αγάπη μόνο. Κι ας μας το’ φαγε το κορίτσι ο γυαλάκιας ο Elvis Costello.

Happy Birthday Lady Diana Krall !

 

O Roland Dyens με τα μάτια του Ιλάν.

Τον θυμήθηκα καθώς άκουγα, πριν λίγο, από την κιθάρα του σπουδαίου Γιώργου Bechlivanoglou την δική του »Ινδία».

dyens.jpg

Είναι ο γεννημένος στην Τυνησία το 1955 συνθέτης έργων για τις 6 χορδές μιας κιθάρας Roland Dyens που έφυγε ξαφνικά πέρσι, κλείνοντας με πάταγο την πόρτα πίσω του. Ήταν 29 Οκτωβρίου του 2016. Η είδηση του πρόωρου θανάτου του συγκλόνισε τον κόσμο της κιθάρας, μιας και ο Dyens υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές και χαρισματικές προσωπικότητες της σύγχρονης κιθαριστικής μουσικής. Συνθέτης και διασκευαστής δημιούργησε έργα που καθόρισαν την αισθητική και τεχνική εξέλιξη του οργάνου στον 20ο και τον 21ο αιώνα.

Κάπου εκεί στην πολύκοσμη Ινδία ο ήρωας της »Ελεύθερης Σονατίνας» του Dyens μαθαίνει ότι υποφέρει από την καρδιά του. Ξεπερνάει την στερητική θεραπευτική αγωγή και ξεσπάει. Αποφασίζει να ζήσει, όσο ζήσει, χωρίς κανένα περιορισμό. Κι αυτό, εκρηκτικό, στο χρώμα της φωτιάς, από την κορυφαία κιθάρα του Bechlivanoglou, είναι το »Fuoco»-φινάλε!

 

 

 

Από τον προσωπικό λογαριασμό του Ιlan στο φμπ.

Η Diana Reeves με τα μάτια του Ιλάν.

6110C515-0501-4BFC-BB87-32FB15969EA1.jpeg

 

«Στη σχέση σου με τη μουσική να είσαι πάντοτε απόλυτα ειλικρινής. Μόνο έτσι θα τα καταφέρεις» της είχε πει η Nina Simone όταν τη συνάντησε στο ξεκίνημα της καριέρας της. «Δεν είχα κλείσει τα 22 μου χρόνια», θυμάται η μάλλον πιο σημαντική σημερινή τζαζ τραγουδίστρια.

Μεγάλωσε σε μια μεγάλη μουσική οικογένεια. Ο πατέρας της τραγουδιστής, η μητέρα της έπαιζε τρομπέτα και ο θείος της που τη μύησε στη τζαζ ήταν μουσικός της Denver Symphony Orchestra. Η καριέρα της ξεκίνησε το 1976 και από τότε μέχρι σήμερα μετράει μόνο επιτυχίες. Η Lady Dianne Reeves γεννήθηκε στο μαύρο βιομηχανικό Detroit σαν σήμερα, 23 Οκτωβρίου 1956.

 

 

Από τον προσωπικό λογαριασμό στο φμπ του Ilan μας, που ταξιδεύει εμάς στις μουσικάρες του Round midnight.